Τα σκυλιά γαβγίζουν εναντίον όσων ίσως δεν γνωρίζουν
(Απόσπ. 97/105, Ηράκλειτος)
Ο άνθρωπος συνυπάρχει με τα ζώα για περισσότερα από 50.000 χρόνια. Ο σκύλος, επί παραδείγματι, εξημερώθηκε πριν από 40.000 χρόνια, ενώ η γάτα πριν από 10.000 χρόνια. Λόγοι επιβίωσης και βιοσυντηρησίας οδήγησαν τον άνθρωπο στη συνύπαρξή του με τα ζώα: ο πρωτόγονος άνθρωπος έπρεπε να επιβιώσει μέσα στην εχθρική φύση ως κυνηγός και συλλέκτης τροφής. Ως κυν-αγός λοιπόν (=άγων τον κύνα, δηλ. οδηγός τού σκύλου) «επιστράτευσε» τον σκύλο για τη συλλογή βρώσιμου υλικού. Η γάτα πάλι αναδείχθηκε σε ιερό ζώο τού αιγυπτιακού πολιτισμού, διότι, καταδιώκοντας αυτή και εξοντώνοντας τα τρωκτικά, αφενός προστάτευε τη γεωργική παραγωγή των αρχαίων Αιγυπτίων και αφετέρου, σε περιόδους πανδημιών, το συγκεκριμένο ζώο «φρέναρε» και αναχαίτιζε την εξάπλωση μεταδοτικών νόσων. Τα αιγοπρόβατα επίσης αποτέλεσαν πηγή τροφής και ένδυσης. Τα δε βόδια τα μεταχειρίσθηκε ο άνθρωπος – μέχρι και τη δεκαετία τού 1970 (στην Ελλάδα), και μέχρι και σήμερα ακόμα σε χώρες τής Αφρικής και της Ασίας – ως βους αροτήρες (=καματερά βόδια). Τα έζευε στον ζυγό, κι έσερναν αυτά το ξύλινο αλέτρι, για τα κάθε είδους οργώματα των χωραφιών. Μια ακόμα χρήση των βοδιών ήταν εκείνη τού αλωνίσματος των σιτηρών και δημητριακών καρπών. Προσέτι ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος βοήθησαν σημαντικά, από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους, όχι μόνο ως υποζύγια στη γεωργία αλλά και στις μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων καθώς και στον πόλεμο.
Εν κατακλείδι, ο σύνδεσμος τού ανθρώπου με τα ζώα εμφανίζεται, με διάφορες μορφές, σε όλους τους πολιτισμούς, αρχαίους και νεότερους.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη σχέση ανθρώπου-ζώου δίδεται από τον Όμηρο.
Στην Οδύσσεια (Οδύσσεια ρ, στ. 326-327: Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,/αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ:κι αμέσως τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα τού θανάτου,/μόλις τα μάτια του αντίκρισαν ξανά, ύστερ’ από είκοσι/χρόνια, τον Οδυσσέα): ο Άργος (αρχ. επίθ. ἀργός-ή-όν=αστραφτερός, λαμπερός, γυαλιστερός, ταχυκίνητος, γοργοπόδαρος) ο αγαπημένος σκύλος τού Οδυσσέα, περίμενε επί 20 χρόνια τον γυρισμό τού αφέντη του για να πεθάνει στα χέρια του! Ο σκύλος τού Οδυσσέα, καταπονημένος πια και σε βαθιά γεράματα, πέθανε με το που αντίκρισε το αφεντικό του, και μάλιστα μεταμφιεσμένο τον Οδυσσέα σε ζητιάνο. Και πέθανε όχι επειδή τότε «είχε έρθει η ώρα του», αλλά από τη σφοδρότητα τής συγκίνησης την οποία εκείνη την ώρα εβίωσε το ζώο.
Ο σκύλος τού Οδυσσέα κατέρρευσε πρώτα συναισθηματικώς και κατόπιν και βιολογικώς, διότι τον πρόδωσε η γερασμένη καρδιά του, όπως ακριβώς θα κατέρρεε και ένας γέρος γονιός από την πλημμυρίδα των ανάμεικτων συναισθημάτων που θα τον έπνιγαν, όταν αυτός θ’ αντίκριζε, εντελώς ξαφνικά κι αναπάντεχα, τον νομιζόμενο από χρόνια ως νεκρό γιο του.
Το πυκινότατον ερπετόν (=το ευφυέστατο και πιο συνετό από τα πλάσματα), ο σκύλος τού Οδυσσέα, περίμενε ολόκληρη τη ζωή του, – με απόλυτη πίστη και αφοσίωση – την επάνοδο τού αφέντη του για «να κλείσει τα μάτια του». Έτσι ο σκύλος τού Οδυσσέα αναδείχθηκε, μέσα στους αιώνες, σε υπόδειγμα τής άδολης, γνήσιας και απόλυτης προσήλωσης και αγάπης τού σκύλου στον άνθρωπο.
Ο Άργος τής Οδύσσειας ενέπνευσε πλήθος λογοτεχνών αλλά και κινηματογραφικών παραγωγών, προκειμένου αυτοί να υμνήσουν τις μοναδικές αυτές αρετές τού συγκεκριμένου ζώου. Ενδεικτικά αναφέρουμε, από τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, το ποίημα Το σκυλί (του Μιχάλη Γκανά) και το ποίημα Άργος, ο σκύλος τού Οδυσσέα (του Γιάννη Ρίτσου). Από τον χώρο τού κινηματογράφου εξαιρετικές παραγωγές θεωρούνται: BenjitheHunted (1987), TurnerandHooch (1989), WhiteFanf – Ο Ασπροδόντης (1991), Beethoven (1992), IronWill (1994), Eightbelow (2006), Marley &Me (2008),Hachiko: Η ιστορία ενός σκύλου (2009), Max– Μαξ (2015),ADog’s Purpose (2017), ADog’sWayHome (2019), TheArtofRacingintheRain (2019).
Ο Πλούταρχος (45-120 μ.Χ.) πάλι, αναφερόμενος στον Βίο τού Θεμιστοκλέους, κάνει λόγο για τον πιστό σκύλο τού Ξανθίππου. Συγκεκριμένα, όταν ο Ξέρξης μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών (Αύγουστος 480 π.Χ.) πορευόταν να καταλάβει την Αθήνα, με χιλιάδες πεζικού στρατού και με πλοία, ο Θεμιστοκλής εισηγήθηκε στους Αθηναίους να εγκαταλείψουν εσπευσμένως την πόλη για να σωθούν.
Έτσι οι Αθηναίοι, εκτός των ηλικιωμένων και αρρώστων που παρέμειναν πίσω, εγκατέλειψαν την Αθήνα και τράβηξαν προς τη γειτονική Σαλαμίνα. Ανάμεσα σ’ εκείνους που τότε εγκατέλειπαν την Αθήνα ήταν και ο Ξάνθιππος, ο πατέρας τού μετέπειτα μεγάλου πολιτικού ανδρός Περικλέους. Αφού ο Ξάνθιππος, μαζί με όλη την οικογένειά του, επιβιβάσθηκαν στο πλοίο που θα τους μετέφερε στη Σαλαμίνα, είχε απομείνει έξω από το πλοίο ο σκύλος τής οικογένειας. Ωστόσο σκύλος τού Ξανθίππου, πιστός στο αφεντικό του, ακολούθησε κολυμπώντας το πλοίο των επιβαινόντων μέχρι και τη Σαλαμίνα. Μόλις ο σκύλος έφτασε στο νησί, εξέπνευσε επί της ακτής.
Ο Ξάνθιππος, συγκινημένος, έθαψε σ’ εκείνο το σημείο τον σκύλο του, που από τα αρχαία χρόνια καλείται Κυνός Σήμα (=Τάφος Σκύλου): Ἐκπλεούσης δὲ τῆς πόλεως τοῖς μὲν οἶκτον τὸ θέαμα, τοῖς δὲ θαῦμα τῆς τόλμης παρεῖχε, γενεὰς μὲν ἄλλῃ προπεμπόντων, αὐτῶν δ᾽ ἀκάμπτων πρὸς οἰμωγὰς καὶ δάκρυα γονέων καὶ περιβολὰς διαπερώντων εἰς τὴν νῆσον. [10.9] καίτοι πολὺν μὲν οἱ διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν ἔλεον εἶχον, ἦν δέ τις καὶ ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία, μετ᾽ ὠρυγῆς καὶ πόθου συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν. [10.10] ἐν οἷς ἱστορεῖται κύων Ξανθίππου τοῦ Περικλέους πατρός, οὐκ ἀνασχόμενος τὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ μόνωσιν, ἐναλέσθαι τῇ θαλάττῃ καὶ τῇ τριήρει παρανηχόμενος ἐκπεσεῖν εἰς τὴν Σαλαμῖνα, καὶ λιποθυμήσας ἀποθανεῖν εὐθύς· οὗ καὶ τὸ δεικνύμενον ἄχρι νῦν καὶ καλούμενον Κυνὸς σῆμα τάφον εἶναι λέγουσι. (Μετάφραση Μ.Χ. Οικονόμου:Το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και έφευγαν, σε άλλους προκαλούσε θλίψη και σε άλλους θαυμασμό για την τόλμη των ανθρώπων αυτών, που έστελναν κατευοδώνοντας τις οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος, ενώ αυτοί, άκαμπτοι στις οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα των γονιών τους, τραβούσαν αντίκρυ, προς το νησί. [10.9] Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών τους απόμεναν στην πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη. Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα ήμερα σπιτικά ζώα, που με φωνές και με λαχτάρα έτρεχαν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σαν έμπαιναν στα πλοία. [10.10] Ανάμεσα σ᾽ αυτά αναφέρεται στις διηγήσεις και ο σκύλος που είχε ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή, που μη βαστώντας να χωριστεί απ᾽ αυτόν πήδησε μέσα στη θάλασσα και κολυμπώντας πλάι στο πλοίο βγήκε έξω στη Σαλαμίνα και μ᾽ εξαντλημένες τις δυνάμεις του ξεψύχησε αμέσως· τάφος δικός του λένε πως είναι εκείνο που δείχνεται ως σήμερα και ονομάζεται «Κυνός σήμα» (Πλουτάρχου Θεμιστοκλής, 10.8). Και σήμερα, στη Σαλαμίνα, ανάμεσα στους τάφους των Σαλαμινομάχων, υπάρχει και ο τάφος τού ηρωικού σκύλου.
Οι σοφιστές τού 2ου αι. μ.Χ. Κλαύδιος Αιλιανός (στο έργο του «Περί ζώων ιδιότητος») και ο Ιούλιος Πολυδεύκης (στο έργο του «Ονομαστικόν») αναφέρονται σε περιπτώσεις σκύλων οι οποίοι ακολούθησαν τ’ αφεντικά τους στον θάνατο, αρνούμενοι τον αποχωρισμό. Τέτοια περίπτωση ήταν αυτή τού Ευπόλιδος, πάνω στου οποίου τον τάφο, που βρισκόταν στην Αίγινα, εξέπνευσε και ο πιστός σκύλος του. Εκείνη η θέση ονομάσθηκε Κυνός Σήμα (=Τάφος Σκύλου).
Ο Μέγας Αλέξανδρος, κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας του στην Ασία, είχε μαζί του έναν αρσενικό σκύλο, τον Περίτα. Αλλά γνωστό είναι και το πολυαγαπημένο άλογό του, ο Βουκεφάλας, που συνόδευσε για 20 χρόνια τον Μακεδόνα στρατηλάτη στις εκστρατείες του. Όταν πέθανε ο Βουκεφάλας, το νεκρό του σώμα επί πολλές μέρες δεν εντοπιζόταν ώστε να ενταφιασθεί. Τότε ο Αλέξανδρος διακήρυξε δημόσια πως θα σκότωνε όλους τούς κατοίκους τής περιοχής εκείνης (της Ουξίας), αν δεν του παρέδιδαν το νεκρό σώμα τού ζώου. Ο Αλέξανδρος τίμησε με νεκρικές τελετές το άλογό του. Μάλιστα σε δυο πόλεις έδωσε το όνομα τού σκύλου του και αυτό τού αλόγου του. Ίδρυσε την Περίτα (στην Πενταποταμία τής βορειοδυτικής Ινδίας. Σημερινό Punjab).Την άλλη πόλη, τη Βουκεφάλα, την ίδρυσε στα ανατολικά τού Ινδού ποταμού (σημερινό Jhelum). Και τις δυο πόλεις ίδρυσε ύστερα από τη νίκη του κατά τού βασιλιά Πώρου στη Μάχη του Υδάσπη (326 π.Χ.).
Συχνά οι αρχαίοι μας πρόγονοι ενταφίαζαν τα αγαπημένα τους ζώα (κυρίως σκυλιά και άλογα) δίπλα σε ανθρώπινους τάφους ή σε κοινό με τους ανθρώπους τάφο. Διότι οι αρχαίοι θεωρούσαν τα ζώα αναπόσπαστο μέλος τής οικογένειάς τους. Στον θολωτό τάφο τού Αρνού (στην πεδιάδα τού Βρανά-περιοχή τού Μαραθώνα), ο οποίος χρονολογείται στο έτος 1450 π.Χ.,– και ο οποίος ανασκάφηκε από τον αρχαιολόγο Γεώργιο Σωτηριάδη (1933-35) –βρέθηκαν, στην είσοδο τού διαδρόμου, θαμμένα αντικριστά, δύο άλογα. Προφανώς αυτά ανήκαν στο άρμα τού εκλιπόντος ηγεμόνα-βασιλιά που τον μετέφερε έως τον τάφο. Επίσης στη νεκρόπολη Ορθή Πέτρα (περιοχή Ελεύθερνας Ρεθύμνου Κρήτης), από ανασκαφές που διενήργησε ο αρχαιολόγος Νίκος Σταμπολίδης, ήλθε στο φως ενταφιασμένος σκελετός νεαρού αγοριού, δίπλα στον οποίο βρέθηκε επίσης ενταφιασμένος ακέραιος σκελετός σκύλου.
Στην Αρχαιότητα, ο κύων έδωσε το όνομά του στο φιλοσοφικό κίνημα των «Κυνικών», με κυριότερο εκπρόσωπό τους τον Διογένη τον Σινωπέα ή Διογένη τον Κυνικό (412-323 π.Χ.). Οι Κυνικοί πρέσβευαν πως η ευτυχία τού ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως ο άνθρωπος με πολύ λίγα πράγματα μπορεί να είναι ευτυχισμένος, αρκεί να βρίσκεται σε αυτογνωσία και σε ειρήνη με τον εαυτό του. Οι Κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον κύνα, δηλαδή τον σκύλο, ο οποίος «δαγκώνει» τούς φίλους, με σκοπό να τους διορθώσει.
Τα εξημερωμένα ζώα, επί αιώνες, συνυπήρξαν με τον άνθρωπο: η γάτα, ο σκύλος, τα ιπποειδή, ο χοίρος, το βόδι, τα αιγοπρόβατα, η κότα κ.ά. Όλα αυτά τα ζώα ήταν πρωτίστως «χρηστικά εργαλεία», δηλαδή συμβοηθοί και συμπαραστάτες τού ανθρώπου στα κάθε λογής έργα του αλλά και μέσα προσπορισμού τής τροφής του. Έτσι, η γάτα εξολόθρευε τα τρωκτικά, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφενός προφύλασσε την ανθρώπινη κατοικία από τους ανεπιθύμητους ποντικούς και αφετέρου προστάτευε τις γεωργικές συγκομιδές από τον αφανισμό των ποντικιών.
Ο σκύλος πάλι αναλάμβανε ένα πλήθος υποχρεώσεων: φύλακας στα κοπάδια αιγοπροβάτων, φύλακας τού σπιτιού, συμπαραστάτης τού κυνηγού στο κυνήγι, φύλακας τού κοτετσιού από τις αλεπούδες ή τους επίδοξους κλέφτες.
Τα ιπποειδή χρησίμευαν κι αυτά για ποικίλες εργασίες: όργωμα της γης, μεταφορά εμπορευμάτων και ανθρώπων, αλώνισμα σιτηρών, γύρισμα μαγγανοπήγαδων για την άντληση νερού και το πότισμα χωραφιών.
Είναι γνωστή μια παλιά παροιμία που έλεγε «Αν δε έχεις ζώ, ζωή δεν έχεις».
Δηλαδή, αν δεν διέθετες, σε παλαιότερες εποχές, άλογο, γαϊδούρι ή μουλάρι, δεν μπορούσες να εκτελέσεις καμιά εργασία, διότι «ήταν τα χέρια σου δεμένα». Που σημαίνει ότι τα ζώα αυτής τής κατηγορίας ήταν τα σημερινά αγροτικά αυτοκίνητα ή τα σημερινά σκαπτικά μηχανήματα και τρακτέρ. Τα δε βόδια και αιγοπρόβατα παρείχαν επίσης πολύτιμη ύλη διατροφής (κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα) αλλά και τα υπόλοιπα προϊόντα τους (δέρμα, μαλλί, κοπριά). Προσέτι μία τεράστια συμβολή όλων των φυτοφάγων ζώων, τα οποία σε μεγάλη ποσόστωση υπήρχαν σε κάθε αγροτικό οικισμό, ήταν η φυσική αποψίλωση των εδαφών από την πλεονάζουσα φυτική ύλη. Δηλαδή τα χορτοφάγα ζώα αποτελούσαν τους φυσικούς προστάτες των κάθε είδους οικοσυστημάτων. Έτσι, τρώγοντας τα ζώα όλα τα ξερά χόρτα και τη φυσική βλάστηση, κατ’ ουσίαν εκμηδένιζαν σχεδόν το ενδεχόμενο θερινών πυρκαγιών, ένα φαινόμενο, δυστυχώς, συνηθέστατο στην εποχή μας. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι όλα τα ζώα που ο άνθρωπος είχε στην υπηρεσία του είχαν το καθένα κάποιον ξεκάθαρο λειτουργικό ρόλο, δηλαδή ήταν «πολυεργαλεία», και δεν τα είχαν δίπλα τους οι αγρότες και κτηνοτρόφοι «για τη μόδα».
Και βεβαίως, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, επειδή και τα ζώα είναι έμψυχα όντα, όπως και ο άνθρωπος, ήταν εύλογο να αναπτύσσονται μεταξύ των ιδιοκτητών και των ζώων ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί. Θυμούμαι, επί παραδείγματι, ότι εμείς στο σπίτι μας, στο χωριό μου τον Βουνό, είχαμε ένα μουλάρι. Το είχε αγοράσει ο πατέρας μου το 1955 περίπου από το Πυργί. Τότε το είχε αγοράσει 7 χιλιάρικα, έτσι μού είχε πει. Εκείνο το ζώο πέθανε το 1980. Ήταν τότε περίπου 27 χρονών. Όλα τα χρόνια που το είχαμε, το ζώο ήταν μέλος τής οικογένειας. Με το ζώο εκείνο ο πατέρας μου όργωνε όλα του τα χωράφια, έως ότου αγόρασε τρακτέρ. Επίσης με το ζώο εκείνο πραγματοποιούσε τα αλωνίσματα των σιτηρών καθώς και τις κάθε είδους μεταφορές προϊόντων. Ακόμα με το ίδιο εκείνο ζώο μετέβαινε από το χωριό στη Χώρα και από τη Χώρα στο χωριό. Με το ίδιο εκείνο ζώο, που το έντυνε «στα καλά του», πήγαινε στις θρησκευτικές πανηγύρεις των διπλανών χωριών. Μ’ εκείνο πάλι το ζώο πήγαινε στον γιατρό τού πλαϊνού χωριού. Τέλος, με το ζώο εκείνο, τις καλοκαιρινές Κυριακές, πήγαινε στη θάλασσα για κολύμπι. Θυμούμαι λοιπόν την αντίδραση τού πατέρα μου, όταν το ζώο το βρήκαμε νεκρό, λόγω γηρατειών και συσσωρευμένης κούρασης, μέσα στον στάβλο: ο πατέρας μου έκλαψε! Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να κλαίει. Εγώ ήμουν τότε 19 χρονών. Και θεωρούσα τον πατέρα μου εξαιρετικά δυνατό άντρα. Κατάλαβα τότε πως εκείνο το κλάμα είχε σχέση με τα βιώματα που είχε αναπτύξει εκείνος ο άνθρωπος μ’ εκείνο το ζώο: επί σειρά ετών οι δυο τους ήταν αχώριστοι σύντροφοι, σε ποικίλες δραστηριότητες. Κι όχι μονάχα αυτό. Το συγκεκριμένο ζώο είχε συμβάλει, με την υπερεργασία του, στην όποια οικονομική πρόοδο τού σπιτιού μας. Δηλαδή ήταν εκείνο το μουλάρι το οικονομικό στήριγμα τής οικογένειας. Συνεπώς άξιζε ο χαμός του τα δάκρυα τού ιδιοκτήτη του!
Και μια ακόμα βιωματική κατάθεση: κατά την εφηβεία μου, συνήθιζα, μαζί με άλλους συνομηλίκους μου, να πηγαίνω τις Κυριακές στη θάλασσα. Βρισκόμαστε στα χρόνια 1975-78. Ο παππούς μου τότε είχε ένα νεαρό γαϊδούρι, με εξαιρετική ζωηράδα και σπιρτάδα. Όσες φορές τού είχα ζητήσει εκείνο το ζώο, για τη μετάβασή μου στην παραλία και την επιστροφή μου απ’ αυτήν, είχε επίμονα αρνηθεί: «Είντα θα τρώ’, βρε, ο γάερος στη θάλασσα; Τα βόλια τού γιαλού;». Τότε είχα παρεξηγήσει τον παππού για τις απανωτές αρνήσεις του στην ικανοποίηση τού αιτήματός μου. Αργότερα όμως κατάλαβα ότι η άρνησή του εκείνη υποδήλωνε τον πραγματικό του σεβασμό και την αγάπη του απέναντι στο ζώο.
Και ερχόμαστε στη σημερινή εποχή. Σήμερα η κοινωνία, σε μεγάλο βαθμό έχει αστικοποιηθεί. Μεταβήκαμε δηλαδή από τις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες τής υπαίθρου στις αντίστοιχες αστικές. Η αστικοποίηση τής ζωής, δηλαδή η υπερσυγκέντρωση πληθυσμιακών μαζών από την αγροτική ύπαιθρο στα μεγάλα αστικά κέντρα, δημιούργησε ποικίλα προβλήματα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Ένα από αυτά τα προβλήματα είναι και η λεγόμενη αποξένωση ή αλλιώς αλλοτρίωση των ανθρώπινων σχέσεων. Δηλαδή η αστικοποίηση επέφερε έναν ισχυρό κλονισμό, ένα ρήγμα στο είδος και στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων, όπως αυτές υφίσταντο στην παραδοσιακή ύπαιθρο. Συγκεκριμένα, δια της αστικοποιήσεως, ο παραδοσιακός άνθρωπος από πρόσωπο εκπίπτει σε άτομο, από ον με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά υποβιβάζεται σε νούμερο, σε αριθμό. Γίνεται μέσα στην πολύβουη μεγαλούπολη απρόσωπη οντότητα ο άνθρωπος που στον μικρόκοσμο τού χωριού του διέθετε όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Κι αυτό συμβαίνει διότι μέσα στα άστεα κυριαρχεί η «απρόσωπη σύνταξη» και ο «εξαλγεβρισμός» των ανθρώπινων σχέσεων. Μέσα στη μεγαλούπολη «κανέναν δεν ξέρεις και κανείς δεν σε ξέρει». Συνεπώς είναι «επιτρεπτά τα πάντα», εφόσον εκλείπει και ο λεγόμενος «κοινωνικός έλεγχος» τού μικρού χωριού. Μέσα λοιπόν σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, όπου «δεν υπάρχεις» για κανέναν και «κανείς δεν θα ρωτήσει για σένα αν ζεις ή αν πέθανες», είναι αναμενόμενο ο άνθρωπος ν’ αναζητεί υποκατάστατα αυτής του τής «ασφυξίας». Συνεπώς ο σύγχρονος αστός αναζητεί εναγωνίως υποκατάστατα τής χαμένης κοινωνικότητάς του, τέτοια που θα ξαναχτίσουν τις κατεστραμμένες γέφυρες ανθρώπινης επικοινωνίας και που θα τον απεγκλωβίσουν από την ψυχική φυλακή στην οποία βρέθηκε κλεισμένος. Ένα τέτοιο καταφύγιο τού απελπισμένου αστού, να καταπολεμήσει την τραγική μοναξιά του και τη συμπιεσμένη κοινωνικότητά του, είναι τα λεγόμενα «ζώα συντροφιάς» (σκυλιά και γατιά κυρίως). Φαίνεται λοιπόν ότι τώρα η λειτουργικότητα των ζώων αποκτά άλλο περιεχόμενο. Τώρα το κατοικίδιο ζώο γίνεται «παραμυθία ψυχής», το ψυχικό δεκανίκι πολλών απελπισμένων, οι οποίοι δεν μπορούν ν’ αντέξουν τη μοναξιά τους. Αυτοί οι μοναχικοί άνθρωποι απλώνονται σε όλες τις κατηγορίες τού πληθυσμού: γέροι, νέοι, παιδιά. Έτσι ο σκύλος και η γάτα συντροφεύουν ανθρώπους ηλικιωμένους που μπορεί «να μην έχουν κανέναν στον κόσμο». Επομένως τα σημερινά ζώα συντροφιάς είναι ταγμένα να παρηγορούν και να στηρίζουν ψυχικά τον χειμαζόμενο αστό τής εποχής μας, έχουν μεταβληθεί σε ψυχολόγους και ψυχαναλυτές πολλών «φευγάτων».
Άραγε όποιος έχει στην κατοχή του ζώα συντροφιάς είναι απαραιτήτως και ζωόφιλος; Δηλαδή όποιος φροντίζει ζώα και διαμένει συχνά και μαζί τους, τ’ αγαπά και στ’ αλήθεια; Ή μήπως ενίοτε η ενασχόληση κάποιου με ζώα συμβαίνει για να «κουκουλωθούν» άλλες «αμαρτίες»; Γνωρίζουμε πως «ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός». Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και στην περίπτωσή μας. Ναι. Υπάρχουν όντως άνθρωποι που σέβονται και αγαπούν τα ζώα. Όμως υπάρχουν και ζωόφιλοι-μαϊμούδες, πλαστοί, κίβδηλοι. Επομένως υπάρχουν ζωόφιλοι και «ζωόφιλοι». Πολλοί φροντίζουν ένα ζώο επειδή έτσι τούς υπαγορεύει η συνείδησή τους. Θεωρούν το ζώο αυτόνομη οντότητα, με όλα τα αυτονόητα δικαιώματα του στη ζωή. Άρα είναι και διατεθειμένοι να το φροντίζουν και να του παρέχουν μόνιμη αγάπη μέχρι το τέλος. Όμως υπάρχουν και οι άλλοι: οι μισάνθρωποι και μισό-ζωοι, εκείνοι που οχυρώνονται πίσω από τη ζωοφιλία για να «καμουφλάρουν» την ψυχική τους κακία. Συμβαίνει συχνά η ζωοφιλία να είναι ένα περίτεχνο «καμουφλάζ» τής μισανθρωπίας! Ναι παρατηρείται συχνά άνθρωποι με «δηλητηριασμένη ψυχή» προς πάντες να εκδηλώνουν «φιλοστοργία» και «αγάπη» προς τα ζώα. Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψυχικοί τσαρλατάνοι και απατεώνες. Γυρεύουν να κερδίσουν τη μάχη των εντυπώσεων και να αποπροσανατολίσουν! Θυμίζω μονάχα ότι και ο Χίτλερ ήταν ιδιαίτερα κυνόφιλος. Διατηρούσε σκυλιά στην έπαυλή του, τα οποία φρόντιζε καλύτερα κι από ανθρώπους! Την ίδια στιγμή όμως εξόντωνε ανθρώπους στο Άουσβιτς!! Δεν γίνεται να αγαπάς τα ζώα και την ίδια στιγμή να μισείς τούς ανθρώπους! Η αρετή είναι τετράγωνη! Ή την έχεις ή δεν την έχεις. Όποιος αγαπά ένα ζώο, που είναι πλάσμα τού Θεού, την ίδια στιγμή αγαπά και τον Άνθρωπο, που είναι η κορωνίδα τής Δημιουργίας!
Και κάτι ακόμα: πολλοί «ζωόφιλοι» εκτονώνουν πάνω στα ζώα όλα τους τα απωθημένα. Δηλαδή, αυτό που δεν μπορούν να κάνουν σε ανθρώπους, το κάνουν στο ζώο. Βγάζουν πάνω στο ζώο όλο τον φασισμό τής ψυχής τους! Όμως το ζώο έχει προσωπικότητα και αξιοπρέπεια, την οποία οφείλεις απολύτως να σεβαστείς. Πρέπει να «πας εσύ με τα νερά τού ζώου», κι όχι εκείνο «με τα δικά σου νερά»!
Μια τελευταία προσωπική κατάθεση: εδώ στη Βολισσό, όπου διαμένω, φροντίζω δυο άλογα. Παρατήρησα ότι, στους 2,5 μήνες που τα έχω, άλλαξε εντελώς ο χαρακτήρας τους και η προσωπικότητά τους, προς το καλύτερο φυσικά. Γιατί συνέβη αυτό; Απλούστατα. Διότι σεβάστηκα απολύτως τα ζώα ως αυτόνομες οντότητες και «πήγα εγώ με τα νερά τους», κι όχι τα άλογα «με τα δικά μου νερά». Τα ζώα διαμορφώνουν ήδη άλλη προσωπικότητα, βελτιωμένη, απ’ αυτήν που είχαν όταν τα πρωτογνώρισα.
Βολισσός: 16 Μαρτίου 2021
Λεωνίδας Πυργάρης
(Απόσπ. 97/105, Ηράκλειτος)
Ο άνθρωπος συνυπάρχει με τα ζώα για περισσότερα από 50.000 χρόνια. Ο σκύλος, επί παραδείγματι, εξημερώθηκε πριν από 40.000 χρόνια, ενώ η γάτα πριν από 10.000 χρόνια. Λόγοι επιβίωσης και βιοσυντηρησίας οδήγησαν τον άνθρωπο στη συνύπαρξή του με τα ζώα: ο πρωτόγονος άνθρωπος έπρεπε να επιβιώσει μέσα στην εχθρική φύση ως κυνηγός και συλλέκτης τροφής. Ως κυν-αγός λοιπόν (=άγων τον κύνα, δηλ. οδηγός τού σκύλου) «επιστράτευσε» τον σκύλο για τη συλλογή βρώσιμου υλικού. Η γάτα πάλι αναδείχθηκε σε ιερό ζώο τού αιγυπτιακού πολιτισμού, διότι, καταδιώκοντας αυτή και εξοντώνοντας τα τρωκτικά, αφενός προστάτευε τη γεωργική παραγωγή των αρχαίων Αιγυπτίων και αφετέρου, σε περιόδους πανδημιών, το συγκεκριμένο ζώο «φρέναρε» και αναχαίτιζε την εξάπλωση μεταδοτικών νόσων. Τα αιγοπρόβατα επίσης αποτέλεσαν πηγή τροφής και ένδυσης. Τα δε βόδια τα μεταχειρίσθηκε ο άνθρωπος – μέχρι και τη δεκαετία τού 1970 (στην Ελλάδα), και μέχρι και σήμερα ακόμα σε χώρες τής Αφρικής και της Ασίας – ως βους αροτήρες (=καματερά βόδια). Τα έζευε στον ζυγό, κι έσερναν αυτά το ξύλινο αλέτρι, για τα κάθε είδους οργώματα των χωραφιών. Μια ακόμα χρήση των βοδιών ήταν εκείνη τού αλωνίσματος των σιτηρών και δημητριακών καρπών. Προσέτι ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος βοήθησαν σημαντικά, από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους, όχι μόνο ως υποζύγια στη γεωργία αλλά και στις μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων καθώς και στον πόλεμο.
Εν κατακλείδι, ο σύνδεσμος τού ανθρώπου με τα ζώα εμφανίζεται, με διάφορες μορφές, σε όλους τους πολιτισμούς, αρχαίους και νεότερους.
Οι αρχαίοι Έλληνες και τα ζώα
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη σχέση ανθρώπου-ζώου δίδεται από τον Όμηρο.
Στην Οδύσσεια (Οδύσσεια ρ, στ. 326-327: Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,/αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ:κι αμέσως τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα τού θανάτου,/μόλις τα μάτια του αντίκρισαν ξανά, ύστερ’ από είκοσι/χρόνια, τον Οδυσσέα): ο Άργος (αρχ. επίθ. ἀργός-ή-όν=αστραφτερός, λαμπερός, γυαλιστερός, ταχυκίνητος, γοργοπόδαρος) ο αγαπημένος σκύλος τού Οδυσσέα, περίμενε επί 20 χρόνια τον γυρισμό τού αφέντη του για να πεθάνει στα χέρια του! Ο σκύλος τού Οδυσσέα, καταπονημένος πια και σε βαθιά γεράματα, πέθανε με το που αντίκρισε το αφεντικό του, και μάλιστα μεταμφιεσμένο τον Οδυσσέα σε ζητιάνο. Και πέθανε όχι επειδή τότε «είχε έρθει η ώρα του», αλλά από τη σφοδρότητα τής συγκίνησης την οποία εκείνη την ώρα εβίωσε το ζώο.
Ο σκύλος τού Οδυσσέα κατέρρευσε πρώτα συναισθηματικώς και κατόπιν και βιολογικώς, διότι τον πρόδωσε η γερασμένη καρδιά του, όπως ακριβώς θα κατέρρεε και ένας γέρος γονιός από την πλημμυρίδα των ανάμεικτων συναισθημάτων που θα τον έπνιγαν, όταν αυτός θ’ αντίκριζε, εντελώς ξαφνικά κι αναπάντεχα, τον νομιζόμενο από χρόνια ως νεκρό γιο του.
Το πυκινότατον ερπετόν (=το ευφυέστατο και πιο συνετό από τα πλάσματα), ο σκύλος τού Οδυσσέα, περίμενε ολόκληρη τη ζωή του, – με απόλυτη πίστη και αφοσίωση – την επάνοδο τού αφέντη του για «να κλείσει τα μάτια του». Έτσι ο σκύλος τού Οδυσσέα αναδείχθηκε, μέσα στους αιώνες, σε υπόδειγμα τής άδολης, γνήσιας και απόλυτης προσήλωσης και αγάπης τού σκύλου στον άνθρωπο.
Ο Άργος τής Οδύσσειας ενέπνευσε πλήθος λογοτεχνών αλλά και κινηματογραφικών παραγωγών, προκειμένου αυτοί να υμνήσουν τις μοναδικές αυτές αρετές τού συγκεκριμένου ζώου. Ενδεικτικά αναφέρουμε, από τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, το ποίημα Το σκυλί (του Μιχάλη Γκανά) και το ποίημα Άργος, ο σκύλος τού Οδυσσέα (του Γιάννη Ρίτσου). Από τον χώρο τού κινηματογράφου εξαιρετικές παραγωγές θεωρούνται: BenjitheHunted (1987), TurnerandHooch (1989), WhiteFanf – Ο Ασπροδόντης (1991), Beethoven (1992), IronWill (1994), Eightbelow (2006), Marley &Me (2008),Hachiko: Η ιστορία ενός σκύλου (2009), Max– Μαξ (2015),ADog’s Purpose (2017), ADog’sWayHome (2019), TheArtofRacingintheRain (2019).
Ο Πλούταρχος (45-120 μ.Χ.) πάλι, αναφερόμενος στον Βίο τού Θεμιστοκλέους, κάνει λόγο για τον πιστό σκύλο τού Ξανθίππου. Συγκεκριμένα, όταν ο Ξέρξης μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών (Αύγουστος 480 π.Χ.) πορευόταν να καταλάβει την Αθήνα, με χιλιάδες πεζικού στρατού και με πλοία, ο Θεμιστοκλής εισηγήθηκε στους Αθηναίους να εγκαταλείψουν εσπευσμένως την πόλη για να σωθούν.
Έτσι οι Αθηναίοι, εκτός των ηλικιωμένων και αρρώστων που παρέμειναν πίσω, εγκατέλειψαν την Αθήνα και τράβηξαν προς τη γειτονική Σαλαμίνα. Ανάμεσα σ’ εκείνους που τότε εγκατέλειπαν την Αθήνα ήταν και ο Ξάνθιππος, ο πατέρας τού μετέπειτα μεγάλου πολιτικού ανδρός Περικλέους. Αφού ο Ξάνθιππος, μαζί με όλη την οικογένειά του, επιβιβάσθηκαν στο πλοίο που θα τους μετέφερε στη Σαλαμίνα, είχε απομείνει έξω από το πλοίο ο σκύλος τής οικογένειας. Ωστόσο σκύλος τού Ξανθίππου, πιστός στο αφεντικό του, ακολούθησε κολυμπώντας το πλοίο των επιβαινόντων μέχρι και τη Σαλαμίνα. Μόλις ο σκύλος έφτασε στο νησί, εξέπνευσε επί της ακτής.
Ο Ξάνθιππος, συγκινημένος, έθαψε σ’ εκείνο το σημείο τον σκύλο του, που από τα αρχαία χρόνια καλείται Κυνός Σήμα (=Τάφος Σκύλου): Ἐκπλεούσης δὲ τῆς πόλεως τοῖς μὲν οἶκτον τὸ θέαμα, τοῖς δὲ θαῦμα τῆς τόλμης παρεῖχε, γενεὰς μὲν ἄλλῃ προπεμπόντων, αὐτῶν δ᾽ ἀκάμπτων πρὸς οἰμωγὰς καὶ δάκρυα γονέων καὶ περιβολὰς διαπερώντων εἰς τὴν νῆσον. [10.9] καίτοι πολὺν μὲν οἱ διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν ἔλεον εἶχον, ἦν δέ τις καὶ ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία, μετ᾽ ὠρυγῆς καὶ πόθου συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν. [10.10] ἐν οἷς ἱστορεῖται κύων Ξανθίππου τοῦ Περικλέους πατρός, οὐκ ἀνασχόμενος τὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ μόνωσιν, ἐναλέσθαι τῇ θαλάττῃ καὶ τῇ τριήρει παρανηχόμενος ἐκπεσεῖν εἰς τὴν Σαλαμῖνα, καὶ λιποθυμήσας ἀποθανεῖν εὐθύς· οὗ καὶ τὸ δεικνύμενον ἄχρι νῦν καὶ καλούμενον Κυνὸς σῆμα τάφον εἶναι λέγουσι. (Μετάφραση Μ.Χ. Οικονόμου:Το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και έφευγαν, σε άλλους προκαλούσε θλίψη και σε άλλους θαυμασμό για την τόλμη των ανθρώπων αυτών, που έστελναν κατευοδώνοντας τις οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος, ενώ αυτοί, άκαμπτοι στις οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα των γονιών τους, τραβούσαν αντίκρυ, προς το νησί. [10.9] Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών τους απόμεναν στην πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη. Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα ήμερα σπιτικά ζώα, που με φωνές και με λαχτάρα έτρεχαν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σαν έμπαιναν στα πλοία. [10.10] Ανάμεσα σ᾽ αυτά αναφέρεται στις διηγήσεις και ο σκύλος που είχε ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή, που μη βαστώντας να χωριστεί απ᾽ αυτόν πήδησε μέσα στη θάλασσα και κολυμπώντας πλάι στο πλοίο βγήκε έξω στη Σαλαμίνα και μ᾽ εξαντλημένες τις δυνάμεις του ξεψύχησε αμέσως· τάφος δικός του λένε πως είναι εκείνο που δείχνεται ως σήμερα και ονομάζεται «Κυνός σήμα» (Πλουτάρχου Θεμιστοκλής, 10.8). Και σήμερα, στη Σαλαμίνα, ανάμεσα στους τάφους των Σαλαμινομάχων, υπάρχει και ο τάφος τού ηρωικού σκύλου.
Οι σοφιστές τού 2ου αι. μ.Χ. Κλαύδιος Αιλιανός (στο έργο του «Περί ζώων ιδιότητος») και ο Ιούλιος Πολυδεύκης (στο έργο του «Ονομαστικόν») αναφέρονται σε περιπτώσεις σκύλων οι οποίοι ακολούθησαν τ’ αφεντικά τους στον θάνατο, αρνούμενοι τον αποχωρισμό. Τέτοια περίπτωση ήταν αυτή τού Ευπόλιδος, πάνω στου οποίου τον τάφο, που βρισκόταν στην Αίγινα, εξέπνευσε και ο πιστός σκύλος του. Εκείνη η θέση ονομάσθηκε Κυνός Σήμα (=Τάφος Σκύλου).
Ο Μέγας Αλέξανδρος, κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας του στην Ασία, είχε μαζί του έναν αρσενικό σκύλο, τον Περίτα. Αλλά γνωστό είναι και το πολυαγαπημένο άλογό του, ο Βουκεφάλας, που συνόδευσε για 20 χρόνια τον Μακεδόνα στρατηλάτη στις εκστρατείες του. Όταν πέθανε ο Βουκεφάλας, το νεκρό του σώμα επί πολλές μέρες δεν εντοπιζόταν ώστε να ενταφιασθεί. Τότε ο Αλέξανδρος διακήρυξε δημόσια πως θα σκότωνε όλους τούς κατοίκους τής περιοχής εκείνης (της Ουξίας), αν δεν του παρέδιδαν το νεκρό σώμα τού ζώου. Ο Αλέξανδρος τίμησε με νεκρικές τελετές το άλογό του. Μάλιστα σε δυο πόλεις έδωσε το όνομα τού σκύλου του και αυτό τού αλόγου του. Ίδρυσε την Περίτα (στην Πενταποταμία τής βορειοδυτικής Ινδίας. Σημερινό Punjab).Την άλλη πόλη, τη Βουκεφάλα, την ίδρυσε στα ανατολικά τού Ινδού ποταμού (σημερινό Jhelum). Και τις δυο πόλεις ίδρυσε ύστερα από τη νίκη του κατά τού βασιλιά Πώρου στη Μάχη του Υδάσπη (326 π.Χ.).
Συχνά οι αρχαίοι μας πρόγονοι ενταφίαζαν τα αγαπημένα τους ζώα (κυρίως σκυλιά και άλογα) δίπλα σε ανθρώπινους τάφους ή σε κοινό με τους ανθρώπους τάφο. Διότι οι αρχαίοι θεωρούσαν τα ζώα αναπόσπαστο μέλος τής οικογένειάς τους. Στον θολωτό τάφο τού Αρνού (στην πεδιάδα τού Βρανά-περιοχή τού Μαραθώνα), ο οποίος χρονολογείται στο έτος 1450 π.Χ.,– και ο οποίος ανασκάφηκε από τον αρχαιολόγο Γεώργιο Σωτηριάδη (1933-35) –βρέθηκαν, στην είσοδο τού διαδρόμου, θαμμένα αντικριστά, δύο άλογα. Προφανώς αυτά ανήκαν στο άρμα τού εκλιπόντος ηγεμόνα-βασιλιά που τον μετέφερε έως τον τάφο. Επίσης στη νεκρόπολη Ορθή Πέτρα (περιοχή Ελεύθερνας Ρεθύμνου Κρήτης), από ανασκαφές που διενήργησε ο αρχαιολόγος Νίκος Σταμπολίδης, ήλθε στο φως ενταφιασμένος σκελετός νεαρού αγοριού, δίπλα στον οποίο βρέθηκε επίσης ενταφιασμένος ακέραιος σκελετός σκύλου.
Στην Αρχαιότητα, ο κύων έδωσε το όνομά του στο φιλοσοφικό κίνημα των «Κυνικών», με κυριότερο εκπρόσωπό τους τον Διογένη τον Σινωπέα ή Διογένη τον Κυνικό (412-323 π.Χ.). Οι Κυνικοί πρέσβευαν πως η ευτυχία τού ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως ο άνθρωπος με πολύ λίγα πράγματα μπορεί να είναι ευτυχισμένος, αρκεί να βρίσκεται σε αυτογνωσία και σε ειρήνη με τον εαυτό του. Οι Κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον κύνα, δηλαδή τον σκύλο, ο οποίος «δαγκώνει» τούς φίλους, με σκοπό να τους διορθώσει.
Ο σύγχρονος άνθρωπος και τα οικόσιτα ζώα
Τα εξημερωμένα ζώα, επί αιώνες, συνυπήρξαν με τον άνθρωπο: η γάτα, ο σκύλος, τα ιπποειδή, ο χοίρος, το βόδι, τα αιγοπρόβατα, η κότα κ.ά. Όλα αυτά τα ζώα ήταν πρωτίστως «χρηστικά εργαλεία», δηλαδή συμβοηθοί και συμπαραστάτες τού ανθρώπου στα κάθε λογής έργα του αλλά και μέσα προσπορισμού τής τροφής του. Έτσι, η γάτα εξολόθρευε τα τρωκτικά, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφενός προφύλασσε την ανθρώπινη κατοικία από τους ανεπιθύμητους ποντικούς και αφετέρου προστάτευε τις γεωργικές συγκομιδές από τον αφανισμό των ποντικιών.
Ο σκύλος πάλι αναλάμβανε ένα πλήθος υποχρεώσεων: φύλακας στα κοπάδια αιγοπροβάτων, φύλακας τού σπιτιού, συμπαραστάτης τού κυνηγού στο κυνήγι, φύλακας τού κοτετσιού από τις αλεπούδες ή τους επίδοξους κλέφτες.
Τα ιπποειδή χρησίμευαν κι αυτά για ποικίλες εργασίες: όργωμα της γης, μεταφορά εμπορευμάτων και ανθρώπων, αλώνισμα σιτηρών, γύρισμα μαγγανοπήγαδων για την άντληση νερού και το πότισμα χωραφιών.
Είναι γνωστή μια παλιά παροιμία που έλεγε «Αν δε έχεις ζώ, ζωή δεν έχεις».
Δηλαδή, αν δεν διέθετες, σε παλαιότερες εποχές, άλογο, γαϊδούρι ή μουλάρι, δεν μπορούσες να εκτελέσεις καμιά εργασία, διότι «ήταν τα χέρια σου δεμένα». Που σημαίνει ότι τα ζώα αυτής τής κατηγορίας ήταν τα σημερινά αγροτικά αυτοκίνητα ή τα σημερινά σκαπτικά μηχανήματα και τρακτέρ. Τα δε βόδια και αιγοπρόβατα παρείχαν επίσης πολύτιμη ύλη διατροφής (κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα) αλλά και τα υπόλοιπα προϊόντα τους (δέρμα, μαλλί, κοπριά). Προσέτι μία τεράστια συμβολή όλων των φυτοφάγων ζώων, τα οποία σε μεγάλη ποσόστωση υπήρχαν σε κάθε αγροτικό οικισμό, ήταν η φυσική αποψίλωση των εδαφών από την πλεονάζουσα φυτική ύλη. Δηλαδή τα χορτοφάγα ζώα αποτελούσαν τους φυσικούς προστάτες των κάθε είδους οικοσυστημάτων. Έτσι, τρώγοντας τα ζώα όλα τα ξερά χόρτα και τη φυσική βλάστηση, κατ’ ουσίαν εκμηδένιζαν σχεδόν το ενδεχόμενο θερινών πυρκαγιών, ένα φαινόμενο, δυστυχώς, συνηθέστατο στην εποχή μας. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι όλα τα ζώα που ο άνθρωπος είχε στην υπηρεσία του είχαν το καθένα κάποιον ξεκάθαρο λειτουργικό ρόλο, δηλαδή ήταν «πολυεργαλεία», και δεν τα είχαν δίπλα τους οι αγρότες και κτηνοτρόφοι «για τη μόδα».
Και βεβαίως, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, επειδή και τα ζώα είναι έμψυχα όντα, όπως και ο άνθρωπος, ήταν εύλογο να αναπτύσσονται μεταξύ των ιδιοκτητών και των ζώων ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί. Θυμούμαι, επί παραδείγματι, ότι εμείς στο σπίτι μας, στο χωριό μου τον Βουνό, είχαμε ένα μουλάρι. Το είχε αγοράσει ο πατέρας μου το 1955 περίπου από το Πυργί. Τότε το είχε αγοράσει 7 χιλιάρικα, έτσι μού είχε πει. Εκείνο το ζώο πέθανε το 1980. Ήταν τότε περίπου 27 χρονών. Όλα τα χρόνια που το είχαμε, το ζώο ήταν μέλος τής οικογένειας. Με το ζώο εκείνο ο πατέρας μου όργωνε όλα του τα χωράφια, έως ότου αγόρασε τρακτέρ. Επίσης με το ζώο εκείνο πραγματοποιούσε τα αλωνίσματα των σιτηρών καθώς και τις κάθε είδους μεταφορές προϊόντων. Ακόμα με το ίδιο εκείνο ζώο μετέβαινε από το χωριό στη Χώρα και από τη Χώρα στο χωριό. Με το ίδιο εκείνο ζώο, που το έντυνε «στα καλά του», πήγαινε στις θρησκευτικές πανηγύρεις των διπλανών χωριών. Μ’ εκείνο πάλι το ζώο πήγαινε στον γιατρό τού πλαϊνού χωριού. Τέλος, με το ζώο εκείνο, τις καλοκαιρινές Κυριακές, πήγαινε στη θάλασσα για κολύμπι. Θυμούμαι λοιπόν την αντίδραση τού πατέρα μου, όταν το ζώο το βρήκαμε νεκρό, λόγω γηρατειών και συσσωρευμένης κούρασης, μέσα στον στάβλο: ο πατέρας μου έκλαψε! Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να κλαίει. Εγώ ήμουν τότε 19 χρονών. Και θεωρούσα τον πατέρα μου εξαιρετικά δυνατό άντρα. Κατάλαβα τότε πως εκείνο το κλάμα είχε σχέση με τα βιώματα που είχε αναπτύξει εκείνος ο άνθρωπος μ’ εκείνο το ζώο: επί σειρά ετών οι δυο τους ήταν αχώριστοι σύντροφοι, σε ποικίλες δραστηριότητες. Κι όχι μονάχα αυτό. Το συγκεκριμένο ζώο είχε συμβάλει, με την υπερεργασία του, στην όποια οικονομική πρόοδο τού σπιτιού μας. Δηλαδή ήταν εκείνο το μουλάρι το οικονομικό στήριγμα τής οικογένειας. Συνεπώς άξιζε ο χαμός του τα δάκρυα τού ιδιοκτήτη του!
Και μια ακόμα βιωματική κατάθεση: κατά την εφηβεία μου, συνήθιζα, μαζί με άλλους συνομηλίκους μου, να πηγαίνω τις Κυριακές στη θάλασσα. Βρισκόμαστε στα χρόνια 1975-78. Ο παππούς μου τότε είχε ένα νεαρό γαϊδούρι, με εξαιρετική ζωηράδα και σπιρτάδα. Όσες φορές τού είχα ζητήσει εκείνο το ζώο, για τη μετάβασή μου στην παραλία και την επιστροφή μου απ’ αυτήν, είχε επίμονα αρνηθεί: «Είντα θα τρώ’, βρε, ο γάερος στη θάλασσα; Τα βόλια τού γιαλού;». Τότε είχα παρεξηγήσει τον παππού για τις απανωτές αρνήσεις του στην ικανοποίηση τού αιτήματός μου. Αργότερα όμως κατάλαβα ότι η άρνησή του εκείνη υποδήλωνε τον πραγματικό του σεβασμό και την αγάπη του απέναντι στο ζώο.
Και ερχόμαστε στη σημερινή εποχή. Σήμερα η κοινωνία, σε μεγάλο βαθμό έχει αστικοποιηθεί. Μεταβήκαμε δηλαδή από τις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες τής υπαίθρου στις αντίστοιχες αστικές. Η αστικοποίηση τής ζωής, δηλαδή η υπερσυγκέντρωση πληθυσμιακών μαζών από την αγροτική ύπαιθρο στα μεγάλα αστικά κέντρα, δημιούργησε ποικίλα προβλήματα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Ένα από αυτά τα προβλήματα είναι και η λεγόμενη αποξένωση ή αλλιώς αλλοτρίωση των ανθρώπινων σχέσεων. Δηλαδή η αστικοποίηση επέφερε έναν ισχυρό κλονισμό, ένα ρήγμα στο είδος και στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων, όπως αυτές υφίσταντο στην παραδοσιακή ύπαιθρο. Συγκεκριμένα, δια της αστικοποιήσεως, ο παραδοσιακός άνθρωπος από πρόσωπο εκπίπτει σε άτομο, από ον με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά υποβιβάζεται σε νούμερο, σε αριθμό. Γίνεται μέσα στην πολύβουη μεγαλούπολη απρόσωπη οντότητα ο άνθρωπος που στον μικρόκοσμο τού χωριού του διέθετε όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Κι αυτό συμβαίνει διότι μέσα στα άστεα κυριαρχεί η «απρόσωπη σύνταξη» και ο «εξαλγεβρισμός» των ανθρώπινων σχέσεων. Μέσα στη μεγαλούπολη «κανέναν δεν ξέρεις και κανείς δεν σε ξέρει». Συνεπώς είναι «επιτρεπτά τα πάντα», εφόσον εκλείπει και ο λεγόμενος «κοινωνικός έλεγχος» τού μικρού χωριού. Μέσα λοιπόν σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, όπου «δεν υπάρχεις» για κανέναν και «κανείς δεν θα ρωτήσει για σένα αν ζεις ή αν πέθανες», είναι αναμενόμενο ο άνθρωπος ν’ αναζητεί υποκατάστατα αυτής του τής «ασφυξίας». Συνεπώς ο σύγχρονος αστός αναζητεί εναγωνίως υποκατάστατα τής χαμένης κοινωνικότητάς του, τέτοια που θα ξαναχτίσουν τις κατεστραμμένες γέφυρες ανθρώπινης επικοινωνίας και που θα τον απεγκλωβίσουν από την ψυχική φυλακή στην οποία βρέθηκε κλεισμένος. Ένα τέτοιο καταφύγιο τού απελπισμένου αστού, να καταπολεμήσει την τραγική μοναξιά του και τη συμπιεσμένη κοινωνικότητά του, είναι τα λεγόμενα «ζώα συντροφιάς» (σκυλιά και γατιά κυρίως). Φαίνεται λοιπόν ότι τώρα η λειτουργικότητα των ζώων αποκτά άλλο περιεχόμενο. Τώρα το κατοικίδιο ζώο γίνεται «παραμυθία ψυχής», το ψυχικό δεκανίκι πολλών απελπισμένων, οι οποίοι δεν μπορούν ν’ αντέξουν τη μοναξιά τους. Αυτοί οι μοναχικοί άνθρωποι απλώνονται σε όλες τις κατηγορίες τού πληθυσμού: γέροι, νέοι, παιδιά. Έτσι ο σκύλος και η γάτα συντροφεύουν ανθρώπους ηλικιωμένους που μπορεί «να μην έχουν κανέναν στον κόσμο». Επομένως τα σημερινά ζώα συντροφιάς είναι ταγμένα να παρηγορούν και να στηρίζουν ψυχικά τον χειμαζόμενο αστό τής εποχής μας, έχουν μεταβληθεί σε ψυχολόγους και ψυχαναλυτές πολλών «φευγάτων».
Ζωοφιλία και «ζωοφιλία»
Άραγε όποιος έχει στην κατοχή του ζώα συντροφιάς είναι απαραιτήτως και ζωόφιλος; Δηλαδή όποιος φροντίζει ζώα και διαμένει συχνά και μαζί τους, τ’ αγαπά και στ’ αλήθεια; Ή μήπως ενίοτε η ενασχόληση κάποιου με ζώα συμβαίνει για να «κουκουλωθούν» άλλες «αμαρτίες»; Γνωρίζουμε πως «ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός». Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και στην περίπτωσή μας. Ναι. Υπάρχουν όντως άνθρωποι που σέβονται και αγαπούν τα ζώα. Όμως υπάρχουν και ζωόφιλοι-μαϊμούδες, πλαστοί, κίβδηλοι. Επομένως υπάρχουν ζωόφιλοι και «ζωόφιλοι». Πολλοί φροντίζουν ένα ζώο επειδή έτσι τούς υπαγορεύει η συνείδησή τους. Θεωρούν το ζώο αυτόνομη οντότητα, με όλα τα αυτονόητα δικαιώματα του στη ζωή. Άρα είναι και διατεθειμένοι να το φροντίζουν και να του παρέχουν μόνιμη αγάπη μέχρι το τέλος. Όμως υπάρχουν και οι άλλοι: οι μισάνθρωποι και μισό-ζωοι, εκείνοι που οχυρώνονται πίσω από τη ζωοφιλία για να «καμουφλάρουν» την ψυχική τους κακία. Συμβαίνει συχνά η ζωοφιλία να είναι ένα περίτεχνο «καμουφλάζ» τής μισανθρωπίας! Ναι παρατηρείται συχνά άνθρωποι με «δηλητηριασμένη ψυχή» προς πάντες να εκδηλώνουν «φιλοστοργία» και «αγάπη» προς τα ζώα. Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψυχικοί τσαρλατάνοι και απατεώνες. Γυρεύουν να κερδίσουν τη μάχη των εντυπώσεων και να αποπροσανατολίσουν! Θυμίζω μονάχα ότι και ο Χίτλερ ήταν ιδιαίτερα κυνόφιλος. Διατηρούσε σκυλιά στην έπαυλή του, τα οποία φρόντιζε καλύτερα κι από ανθρώπους! Την ίδια στιγμή όμως εξόντωνε ανθρώπους στο Άουσβιτς!! Δεν γίνεται να αγαπάς τα ζώα και την ίδια στιγμή να μισείς τούς ανθρώπους! Η αρετή είναι τετράγωνη! Ή την έχεις ή δεν την έχεις. Όποιος αγαπά ένα ζώο, που είναι πλάσμα τού Θεού, την ίδια στιγμή αγαπά και τον Άνθρωπο, που είναι η κορωνίδα τής Δημιουργίας!
Και κάτι ακόμα: πολλοί «ζωόφιλοι» εκτονώνουν πάνω στα ζώα όλα τους τα απωθημένα. Δηλαδή, αυτό που δεν μπορούν να κάνουν σε ανθρώπους, το κάνουν στο ζώο. Βγάζουν πάνω στο ζώο όλο τον φασισμό τής ψυχής τους! Όμως το ζώο έχει προσωπικότητα και αξιοπρέπεια, την οποία οφείλεις απολύτως να σεβαστείς. Πρέπει να «πας εσύ με τα νερά τού ζώου», κι όχι εκείνο «με τα δικά σου νερά»!
Μια τελευταία προσωπική κατάθεση: εδώ στη Βολισσό, όπου διαμένω, φροντίζω δυο άλογα. Παρατήρησα ότι, στους 2,5 μήνες που τα έχω, άλλαξε εντελώς ο χαρακτήρας τους και η προσωπικότητά τους, προς το καλύτερο φυσικά. Γιατί συνέβη αυτό; Απλούστατα. Διότι σεβάστηκα απολύτως τα ζώα ως αυτόνομες οντότητες και «πήγα εγώ με τα νερά τους», κι όχι τα άλογα «με τα δικά μου νερά». Τα ζώα διαμορφώνουν ήδη άλλη προσωπικότητα, βελτιωμένη, απ’ αυτήν που είχαν όταν τα πρωτογνώρισα.
Βολισσός: 16 Μαρτίου 2021
Λεωνίδας Πυργάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου