25 Μαρ 2023

Λογοθέτης Λυκούργος: Η ζωή μου πριν την επανάσταση - Γράφει ο Γιώργος Ι. Βοϊκλής

Χειρόγραφο με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1849 που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αρχείο του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αλέξανδρου Λυκούργου. Αντιγραφή – Μεταγλώτισση: Γιώργος Ι. Βοϊκλής*. Γεννήθηκα στην περιοχή Καριωτέικα του Νέου Καρλοβάσου και ήμουνα το τέταρτο παιδί του Ιωάννη Παπαλωματά και της Μαρούδας.

Είχα τρεις μεγαλύτερες αδερφές και έναν αδερφό. Όταν πέθανε η μητέρα μας, αποκτήσαμε μία ακόμη αδερφή από τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου.

Μου έδωσαν το όνομα Γεώργιος για να “αναστήσουν” τον προπάππο μου, που είχε έρθει από απέναντι, από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας. Το Παπλωματάς ήταν το επάγγελμα του πατέρα μου. Η οικογένειά της μητέρας μου είχε έρθει από την Ικαρία. Τα πρώτα μου γράμματα τα έμαθα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, από τον Άγιο Ηγούμενο της Μονής, με “αναγνωστικό” την “Ιερά Σύνοψη”.

Το πρώτο σημαντικό γεγονός των παιδικών μου χρόνων ήταν η επιστροφή στο Καρλόβασι του Πορφύριου Ζαμπέτη, ενός σοφού γέροντα που ήταν Επίσκοπος σε μια πόλη της Ανατολικής Θράκης. Είχα την τύχη να είμαι μαθητής του, μαζί με μερικούς ακόμη συνομηλίκους μου, στον ένα χρόνο περίπου που έζησε μετά την επιστροφή του στο Καρλόβασι.

Στα τρία επόμενα χρόνια συνέχισα να παρακολουθώ τα μαθήματα του ηγουμένου στο μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού.

Ήμουνα πια δεκατριών ετών όταν λειτούργησε, το 1784, η Πορφυριάδα Σχολή, που πήρε το όνομά της από τον Επίσκοπο Πορφύριο, που την οραματίστηκε και ξεκίνησε με δικές του δαπάνες την κατασκευή της.

Ήμουν από τους πρώτους μαθητές της. Και ήμουνα για άλλη μια φορά τυχερός, γιατί είχα δάσκαλο τον ιερομόναχο Ιάκωβο Σφίγκα από τον Παγώνδα της Σάμου, έναν φωτισμένο δάσκαλο και φλογερό πατριώτη.

Θυμάμαι ότι, όταν σε τρία χρόνια ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην Πορφυριάδα Σχολή, 16χρονος έφηβος πια, δεν με χωρούσε ο τόπος. Ήθελα ν’ απλώσω τα φτερά μου και να πετάξω σε ανοιχτούς ορίζοντες. Μοιράστηκα το όνειρό μου με τον κατά εννιά χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου, τον Αλέξανδρο, που το πάθος του από παιδί ήταν η αγιογραφία και είχε πάρει τα πρώτα μαθήματα από τον ιερομόναχο αγιογράφο της Μονής του Τιμίου Σταυρού. Είχε κι αυτός το ίδιο όνειρο. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε για την Κωνσταντινούπολη. Δεν δυσκολευτήκαμε πολύ να πείσουμε τον πατέρα μας, που έβλεπε ότι φεύγοντας ανοίγονταν μπροστά μας ένα καλύτερο μέλλον.

Όταν φτάσαμε, το 1788 στην Κωνσταντινούπολη, βρήκαμε τις πόρτες ανοιχτές, ίσως λόγω των “συστατικών επιστολών” του δασκάλου μου και του Μητροπολίτη. Έτσι, εγώ διορίστηκα αμέσως Γραμματικός του Πατριαρχείου κι ο Αλέξανδρος, που χρίστηκε ιερομόναχος με το όνομα Άνθιμος, συνέχισε τις σπουδές του στην αγιογραφία.

Υπηρέτησα στη θέση αυτή για έξι ολόκληρα χρόνια.

Και στο διάστημα αυτό, δεν παραμέλησα την πνευματική μου ανάπτυξη. Εφαρμόζοντας το απόφθεγμα του δασκάλου μου Πορφύριου Ζαμπέτη “Η γνώση οδηγεί στην ελευθερία”, παρακολούθησα τα μαθήματα φιλοσοφίας ενός ακόμη σοφού δασκάλου, του Ευγενίου Βούλγαρη, στη Σχολή Κουρού – Τσεσμέ της Κωνσταντινούπολης.

Λογοθέτης Λυκούργος

Το 1794 είμαι 22 χρόνων. Το νεαρό της ηλικίας και η πνευματική μου συγκρότηση συνεργούν στο να αισθάνομαι ότι ασφυκτιώ εγκλωβισμένος στο συντηρητικό περιβάλλον του Πατριαρχείου. Για άλλη μια φορά αισθάνομαι την ανάγκη να ανοίξω τα φτερά μου και να πετάξω σε νέους ανοιχτούς ορίζοντες.

Τη μεγάλη ευκαιρία μου δίνει ο διορισμός στη θέση του Ηγεμόνα της Μολδαβίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Μεγάλου Διερμηνέα της Πύλης. Ξέρω ότι στις Ηγεμονίες υπάρχει περισσότερη ελευθερία, στο πλαίσιο της αυτονομίας που τους έχει παραχωρήσει ο Σουλτάνος. Παραιτούμαι, λοιπόν, από το Πατριαρχείο και φεύγω μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για το Βουκουρέστι, όπου αναλαμβάνω τα καθήκοντα Γραμματικού. Στην ίδια θέση είχε υπηρετήσει πριν πέντε χρόνια, στην προηγούμενη ηγεμονική θητεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο τριαντάχρονος Θεσσαλός Αντώνιος Κυριαζής, που υπέγραφε με το όνομα Ρήγας Βελεστινλής, ο οποίος όμως σύντομα παραιτήθηκε για να ενταχθεί στην υπηρεσία του Νικολάου Μαυρογένη.

Στη διάρκεια της παραμονής μου στο Βουκουρέστι βρήκα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μαθήματα Ιατρικής και Φαρμακολογίας, εξασφαλίζοντας επαρκή κατάρτιση για άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος.

Όταν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη διαδέχθηκε στη θέση του Ηγεμόνα ο Αλέξανδρος Σούτσος, όχι μόνο παρέμεινα στη θέση μου, αλλά πήρα και προαγωγή. Διορίστηκα “Λογοθέτης”, δηλαδή ο πρώτος στην ιεραρχία υπάλληλος που εισηγείται στον Ηγεμόνα τα θέματα για τα οποία πρέπει να πάρει αποφάσεις. Ο τίτλος αυτός θα αντικαταστήσει στο εξής το επώνυμό μου.

Σύντομα ακολούθησε νέα προαγωγή. Ο Αλέξανδρος Σούτσος με όρισε Τοποτηρητή της Ηγεμονίας, δηλαδή κάτι σαν τοπικό διοικητή, στο Ιάσιο.

Οι θέσεις αυτές, του Λογοθέτη και του Τοποτηρητή, εκτός από το ότι είναι τιμητικές, συνοδεύονται και από μεγάλα οικονομικά οφέλη, τόσο από τους υψηλούς μισθούς, όσο και από την επικαρπία ενός τεράστιου δημοσίου κτήματος που μου παραχώρησε ο Ηγεμόνας. Έτσι, στα τριάντα μου χρόνια, αν και εξακολουθούσα να εφαρμόζω την εντολή του δασκάλου μου “ζήσε λιτά”, με είχαν εντάξει στην κάστα των εύπορων Ελλήνων της Πόλης που υπηρετούσαν από υψηλές θέσεις ευθύνης την Διοίκηση του Σουλτάνου. Βρέθηκα πράγματι σε αυτή τη θέση το 1802 που επέστρεψα στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον Αλέξανδρο Σούτσο, όταν τον αντικατέστησε στην Ηγεμονία της Μολδαβίας ο γιος του ευεργέτη μου Αλέξανδρου Υψηλάντη Κωνσταντίνος.

Το μικρό διάστημα που παρέμεινα φιλοξενούμενος της οικογένειας του Αλέξανδρου Σούτσου στην Πόλη είχα την ευκαιρία να γνωρίσω, στις συχνές επισκέψεις μας στην οικογένεια ενός άλλου Φαναριώτη, φίλου του Αλέξανδρου Σούτσου, του Σκαρλάτου Καλλιμάχη, την κόρη του Μαριορή, μια όμορφη, σοβαρή και καλλιεργημένη κοπέλα. Ανάμεσά μας αναπτύχθηκε ένα αμοιβαίο ευγενικό αίσθημα που σύντομα οδήγησε σε επίσημο αρραβώνα. Δεν άργησε όμως να έρθει η ρήξη με την οικογένεια του μέλλοντα πεθερού μου. Αιτία της ήταν η αποκάλυψη των επαναστατικών μου πεποιθήσεων. Σε μια από τις κατά μόνας συναντήσεις μας με την Μαριορή, της πρόσφερα ως δώρο το βιβλίο του Ρήγα Βελεστινλή “Σχολείον ντελικάτων εραστών”, που μου είχε φέρει το 1792 από την Βιέννη ένας φίλος μου, και της μίλησα για την τραγική μοίρα του συγγραφέα του, την σύλληψή του στη Βιέννη από την Αυστριακή αστυνομία, μετά από προδοσία, την παράδοσή του στους Τούρκους και την στυγερή δολοφονία του στο Βελιγράδι το 1798. Της εκμυστηρεύτηκα μάλιστα ότι ο θάνατός του με είχε συγκλονίσει και ότι πίστευα ότι είναι ο πρώτος ήρωας που θυσιάστηκε στον αγώνα για την ελευθερία του έθνους μας.

Το κάστρο του Λογοθέτη Λυκούργου στο Πυθαγόρειο

Η Μαριορή τρόμαξε ανακαλύπτοντας αυτή την πλευρά του μνηστήρα της και έσπευσε να ενημερώσει τον πατέρα της. Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση του αρραβώνα μας, αλλά και το τέλος της φιλοξενίας μου από την οικογένεια του Αλέξανδρου Σούτσου.

Έχουμε φτάσει στο 1805, χρονιά που η μοίρα μου με επαναφέρει στον γενέθλιο τόπο μου.

Στη Σάμο έχει πάρει την εξουσία το κόμμα των Καρμανιόλων, το οποίο αποτελούσαν έμποροι και ναυτικοί που εμπνέονται από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, από το τρίπτυχο “Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα”. Αντίπαλοί τους είναι οι φιλότουρκοι Καλικάντζαροι, οι κοτσαμπάσηδες που, εκτός από το ότι εισπράττουν τους φόρους για τους Οθωμανούς κατακτητές, καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται ασύστολα τους Σαμιώτες για τα δικά τους συμφέρονται.

Σε εκείνη τη συγκυρία με επισκέπτεται η αντιπροσωπία των Καρμανιόλων που βρίσκεται στην Πόλη και μου προσφέρει την αρχηγεία του κόμματός τους. Δέχομαι χωρίς πολύ σκέψη και επιστρέφω μαζί τους στη Σάμο.

Έτσι ξεκινάει μια περιπέτεια που θα διαρκέσει περισσότερα από δέκα χρόνια.

Η κατάσταση που βρίσκω στη Σάμο δεν είναι καλή για τους Καρμανιόλους. Οι Καλικάντζαροι κάνουν μια παράνομη λαϊκή συνέλευση και ζητούν, ανάμεσα σε άλλα, να φύγω από τη Σάμο. Με απόφαση των συντρόφων μου επιστρέφω στην Πόλη με την εντολή να υπερασπιστώ την νόμιμη εξουσία τους με τις γνωριμίες και την επιρροή μου στους Φαναριώτες που ασκούσαν τη διοίκηση της Υψηλής Πύλης. Με ακολουθούν όμως απεσταλμένοι των Καλικάντζαρων και με κατηγορούν για πράκτορα των Γάλλων, που έχουν καταλάβει τα Επτάνησα και ετοιμάζουν την εκστρατεία τους στην Αίγυπτο. Επειδή πολλοί Έλληνες εύχονταν να κατακτήσει ο Μέγας Ναπολέων και την Ελλάδα, οι εναντίον μου κατηγορία έγινε πιστευτή με αποτέλεσμα τη σύλληψή μου και την καταδίκη μου σε θάνατο.

Δεν θα γλύτωνα την κρεμάλα αν δεν μεσολαβούσαν οι παλιοί μου προστάτες, η οικογένεια του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ο Πατριάρχης Καλλίνικος, που κατέβαλαν μάλιστα στον στρατιωτικό διοικητή της Πόλης περισσότερα από 150.000 γρόσια, ποσό υπέρογκο εκείνη την εποχή, για τη μετατροπή της θανατικής ποινής μου σε εξορία.

Έτσι το 1808 βρέθηκα εξόριστος στο Άγιο Όρος. Παρέμεινα φιλοξενούμενος της Μονής Βατοπεδίου επί δύο χρόνια μελετώντας στην πλούσια βιβλιοθήκη και τα αρχεία της. Στο διάστημα αυτό πληροφορήθηκα τον τραγικό θάνατο του ευεργέτη μου Αλέξανδρου Υψηλάντη. Όταν ο γιος του Κωνσταντίνος, που είχε διοριστεί Ηγεμόνας της Μολδαβίας, στη διάρκεια του Ρωσο-τουρκικού πολέμου πήγε με το μέρος της Ρωσίας και μετά την ήττα της διέφυγε στην Ουκρανία, ο Σουλτάνος αποκεφάλισε τον ογδοντάχρονο πατέρα του που είχε παραμείνει στην Πόλη.

Το 1810 δραπέτευσα από το Άγιο Όρος και επέστρεψα στη Σάμο, για να συμβάλλω στον αγώνα των Καρμανιόλων που συνέχιζαν να υπερασπίζονται την εξουσία τους στο νησί.

Αυτή τη φορά παρέμεινα στη Σάμο περισσότερο από δύο χρόνια. Στο διάστημα αυτό, ένα φεγγάρι που ήμουνα στο Μαραθόκαμπο, φιλοξενούμενος της οικογένειας του καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδη, πρωτεργάτη του κινήματος των Καρμανιόλων, συνάντησα την αδερφή του Λουλούδα, μια πανέμορφη και δυναμική κοπέλα. “Αυτή είναι η γυναίκα που μου ταιριάζει” σκέφτηκα όταν τη γνώρισα. Τα αδέρφια της ενθουσιάστηκαν όταν τους ζήτησα να την παντρευτώ. Η ίδια, όμως, δεν ήταν πρόθυμη, γιατί είχε δώσει την καρδιά της σε έναν συγχωριανό της ναύτη, που εκείνο τον καιρό έλειπε σε ταξίδι. Επιμείναμε, και τα αδέρφια της και εγώ, να ξεχάσει τον αγαπημένο της, κι αυτό είναι ένα από τα λίγα πράγματα στη ζωή μου για τα οποία μετάνιωσα. Όχι γιατί δεν στάθηκε ακλόνητη και χωρίς βαρυγκώμια δίπλα μου σαν σύζυγος και μητέρα των παιδιών μας στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά γιατί δεν σεβάστηκα της επιθυμία της. Εκ των υστέρων μετανιώνω ακόμη που την καταδίκασα να κάνει εννιά παιδιά, με τελευταίο τον Αλέξανδρο που γεννήθηκε το 1826, από τα οποία δεν έζησαν παρά μόνο τα τέσσερα. Οι κόρες μας Διαμαντούλα και Κλεοπάτρα και οι γιοί μας Ιπποκράτης και Αλέξανδρος.

Κι αυτό το διάλειμμα στις περιπέτειές μου, όμως, δεν βάσταξε πολύ. Το 1813, μετά από τρεις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον μου από μπράβους των Καλικάντζαρων, που είχαν αποφασίσει να με εξοντώσουν, εγκατέλειψα την οικογενειακή μου εστία και τη Σάμο και πήρα ξανά τον δρόμο της εξορίας.

Η νέα περιπέτειά μου βάσταξε λιγότερο από ένα χρόνο. Βασικοί σταθμοί της ήταν η Κέρκυρα, η Πόλη, η Νέα Έφεσος και η Σμύρνη, την οποία επέλεξα για τη μόνιμη διαμονή μου, καθώς στη Σάμο είχαν επανέλθει στην εξουσία οι Καλικάντζαροι. Έκανα λοιπόν ένα ταξίδι αστραπή στη Σάμο, πέρασα στη Σμύρνη την οικογένειά μου και εγκατασταθήκαμε εκεί. Για τον βιοπορισμό μας άρχισα να ασκώ το επάγγελμα του γιατρού και του φαρμακοποιού, που είχα διδαχθεί στο Βουκουρέστι πριν από 25 χρόνια. Είναι αυτό που λέμε: “Μάθε τέχνη κι άστηνε, κι αν πεινάσεις πιάστηνε”. Στην περίπτωσή μου μάλιστα, με το ιατρικό επάγγελμα δεν έσωσα μόνο την οικογένειά μου από την πείνα, αλλά και την ίδια μου τη ζωή.

Όταν οι Καλικάντζαροι της Σάμου έμαθαν την εγκατάστασή μου στη Σμύρνη, έθεσαν ξανά σε εφαρμογή το σχέδιό τους για εξόντωσή μου. Έστειλαν λοιπόν ανθρώπους τους στη Σμύρνη και κατέθεσαν ξανά στην Τουρκική διοίκηση τις γνωστές κατηγορίες, ότι είμαι κατάσκοπος των Γάλλων και θέλω να ανατρέψω την Οθωμανική εξουσία. Με συνέλαβαν, λοιπόν, για άλλη μια φορά, οι τουρκικές αρχές και με καταδίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο. Ευτυχώς, λίγους μήνες πριν είχε αρρωστήσει βαριά η κόρη του Στρατιωτικού Διοικητή της Σμύρνης και, όταν όλοι οι γιατροί την είχαν καταδικάσει, εγώ, που με είχε καλέσει τελευταίο, την έσωσα από βέβαιο θάνατο. Για να μου το ανταποδώσει ο πατέρας της, όχι μόνο ακύρωσε την ποινή μου, αλλά μου χάρισε και ένα άσπρο άλογο. Καβάλα σ’ αυτό περνούσα καμαρωτός μπροστά από τα καφενεία στην προκυμαία της Σμύρνης.

Εκεί με συνάντησε το 1819 ο Αριστοτέλης Παππάς, δάσκαλος από την Θεσσαλία, και με μύησε στη Φιλική Εταιρεία, δίνοντάς μου το συνωμοτικό όνομα Λυκούργος. Το όνομα του αρχαίου νομοθέτη της Σπάρτης θα συνόδευε στο εξής το Λογοθέτης στο όνομά μου.

Ως Λογοθέτης Λυκούργος πλέον, ξεκίνησα το ταξίδι μου για τη Σάμο τον Απρίλιο του 1821, όταν έφτασε στη Σμύρνη η είδηση της εξέγερσης στην ηπειρωτική Ελλάδα και στη Σάμο. Πήρα μαζί μου και την οικογένειά μου, για να τη γλυτώσω από τις σφαγές των Χριστιανών της Σμύρνης, που ήμουνα σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν.

Επειδή πέσαμε σε μεγάλη θαλασσοταραχή το καράβι μας έπιασε στο λιμάνι της Πάτμου. Εκεί με βρήκε ο απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας Δημήτριος Θέμελης, που με αναζητούσε για να μου μεταφέρει τη διαταγή του Αλέξανδρου Υψηλάντη με την οποία με όριζε αρχηγό των Φιλικών της Σάμου, της Σμύρνης και των γύρω περιοχών. Ο δεκάχρονος τον καιρό που ήμουνα στην υπηρεσία του παππού του Αλέξανδρος, τριάντα χρόνια μετά είχε γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας!

Φωτό: samosin.gr - Ιωάννης Κιλουκιώτης

Τρία πράγματα είχα στο νου μου όταν έφτασα στη Σάμο:

-Να σταματήσουν οι ακρότητες που είχαν ξεκινήσει από τις αρχές Απριλίου οι σύντροφοί μου του κόμματος των Καρμανιόλων και να επιτύχω την συμφιλίωση με τους Καλικάντζαρους με κοινό σκοπό την απελευθέρωσή μας από τον τουρκικό ζυγό.

-Να θωρακίσουμε άμεσα την άμυνα του νησιού για την απόκρουση της επίθεσης των Τούρκων για κατάληψή του, που ήμουνα βέβαιος πως δεν θα καθυστερούσε, και...

-Να θέσω σε εφαρμογή ένα σύστημα διοίκησης και στρατιωτικής οργάνωσης προσαρμοσμένο σε εκείνες τις συνθήκες, που να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή του λαού στις αποφάσεις της ηγεσίας του.

Το πρώτο που έκανα, λοιπόν, ήταν να απελευθερώσω και να ξαποστείλω στη Σμύρνη τους Τούρκους αξιωματούχους που είχε φυλακισμένους στη Χώρα ο αρχηγός της εξέγερσης καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης. Μαζί τους μπορούσαν να φύγουν, και έφυγαν, όσοι από τους ηγέτες των Καλικάντζαρων ήθελαν να τους ακολουθήσουν.

Το δεύτερο που έκανα ήταν να περιοδεύσω σε όλα τα χωριά του νησιού, μεταφέροντας το μήνυμα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους αλλά και της μεταξύ μας συμφιλίωσης γι’ αυτόν τον ιερό σκοπό. Έτσι, στις 8 Μαΐου που κήρυξα επίσημα την Επανάσταση στην πλατεία του Μεσαίου Καρλοβάσου, ανάμεσα σε αυτούς που πήραμε τον ιερό όρκο ήταν και οι Καλικάντζαροι που ήρθαν μαζί μας στον αγώνα για την απελευθέρωση της κοινής μας πατρίδας.

Η προτομή στον αύλειο χώρο του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Πυθαγόρειο

Τα όσα ακολούθησαν στα επόμενα 15 χρόνια της επανάστασης και της ελευθερίας, μέχρι το 1836 που εγκατέλειψα, οριστικά αυτή τη φορά, την αγαπημένη μου Σάμο, και μέχρι σήμερα, τα έχει καταγράψει η Ιστορία.

Σημείωση

Μπορεί το χειρόγραφό του να είναι φανταστικό, όπως αυτό του «Η ζωή εν τάφω» που βρήκε ο Μυριβήλης σε παλιό σεντούκι, τα όσα αναφέρονται, όμως, στο λογοτεχνικό αυτό κείμενο, είναι πραγματικά και προέκυψαν από ενδελεχή έρευνα του συγγραφέα.


*Ο Γιώργος Βοϊκλής γεννήθηκε το 1945 στη Σάμο και από το 1958 ζει στην Αθήνα. Τέλειωσε το Νυκτερινό Γυμνάσιο και παρακολούθησε σπουδές κινηματογράφου. Εργάστηκε σε πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα, στις οικοδομές και τη βιομηχανία, και από το 1987 είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Από το 1962 μετέχει ενεργά στους κοινωνικούς και δημοκρατικούς αγώνες. Από το 1975 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 13 βιβλία του, τα έξι από τα οποία λογοτεχνίας για εφήβους. Από το 2001 έως το 2016 ήταν διευθυντής του τριμηνιαίου περιοδικού “Μεθόριος του Αιγαίου” και υπεύθυνος των εκδόσεων “υπερόριος” . Είναι παντρεμένος με την φιλόλογο – ιστορικό Μαρία Καββαδία και έχουν μια κόρη, την Καλή.

Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required