23 Νοε 2025

«Κάνε το καλό και ρίξ΄ το στο γιαλό» - Ο ταρσανάς του Κοκκαρίου

Έχει περάσει μισός αιώνας και πάνω, από τότε που στις συζητήσεις των γονέων μου άκουγα συχνά μία φράση η οποία μου ήταν τελείως ακαταλαβίστικη. Την έλεγε όμως κι άλλος κόσμος, ιδίως σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, στα νυχτέρια, στα καφενεία, όταν γινόταν συζητήσεις επί των συζητήσεων τα χρόνια εκείνα που δεν υπήρχε τηλεόραση ακόμα και ραδιόφωνο.

Η φράση αυτή ήταν «ΚΑΝΕ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΡΙΞΤΟ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ». Πολλές φορές τότε αναρωτιόμουνα, αλλά το άγουρο μυαλό δεν μπορούσε να δώσει εξηγήσεις σ’ αυτή την φράση. Και όταν μπήκα στα πρώτα σχολικά χρόνια και αντιλήφθηκα τι είναι το καλό ,με την τεράστια ευρεία έννοια, δυσκολευόμουνα ακόμη να το κατανοήσω και πολλές φορές αναρωτιόμουνα και έλεγα αν ρίξεις το καλό στο γιαλό στην απέραντη αυτή και αχανή θάλασσα, πώς αυτή η καλή πράξη που θα κάνεις θα έρθει να σε βρει; Και όμως ένα συμβάν στα νεαρά μου χρόνια ήρθε να το επιβεβαιώσει και να ολοκληρώσει αυτό το λαϊκό ρητό, που το συμπλήρωμά του είναι «εκείνο θα έρθει να σε βρει». Το ακαταλαβίστικο αυτό λαϊκό ρητό μετά χρόνια ήλθε να υλοποιηθεί και αυτό διηγούμαι στο ακόλουθο αφήγημα.

Καραβόσκαρο (από τα μεγαλύτερα σκαριά), σκαρεμένο στον Ταρσανά Κοκκαρίου - 1966 

Εκείνα τα χρόνια, μεταξύ 1960 και 1970, ο Ταρσανάς (2) στο Κοκκάρι ήκμαζε. Ο μαστρο-Νικολής Φουρναράκης (1) είχε αποκτήσει πανελλήνια φήμη και οι καπεταναίοι, οι καραβοκύρηδες, οι ψαράδες, για κάτι καινούργιο, καλό και σίγουρο σκαρί, ακόμη και για επισκευές, έπιαναν σειρά για να φτιάξουν ένα πλεούμενο. Τα σκαριά του βγαλμένα από την εμπειρία είχαν πάνω τους την καλαισθησία, την ομορφιά, την λεπτομέρεια αλλά και παράλληλα την σιγουριά, την εγγύηση, την λογική τιμή. Είχε εποχή που στα σκαριά και στα βάζα υπήρχαν εφτά σκάφη, από βάρκες, τρεχαντήρια, μαούνες, έως και μπρίκια όπως το ονομαζόμενο «Ιωάννης» του Πάχου των 500 τόνων 
(Φωτ. Νο 1).

Φωτ. Νο1 Στα σκαριά το μπρίκι του Πάχου, το ονομαζόμενο «Ιωάννης»,
500 τόνων
 

Η Σάμος όμως ως γνωστό, εξ αιτίας του ποιοτικού πεύκου και της τεχνογνωσίας, είχε μία χιλιόχρονη ιστορία πάνω στα πλεούμενα από τα χρόνια που φτιάχνονταν οι «Σάμαινες» του Πολυκράτη, που εξ αιτίας αυτών, δηλαδή του ξύλου και των τεχνιτών, των λιμανιών και του ήπιου κλίματος ήρθε για δύο χρόνια ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα για να συντηρήσουν το μεγάλο τους πολεμικό στόλο. Πάλι εξ αυτών των δύο βασικών, όπως πεύκο και τεχνίτες, θα συναντήσουμε να κατασκευάζονται εμπορικά πλοία που μετατράπηκαν σε πολεμικά και έλαβαν μέρος στον επαναστατικό αγώνα του 1821. Πάλι αυτά τα δύο συνετέλεσαν στο να αναπτυχθεί η καραβομαραγκοσύνη στο Κοκκάρι, αλλά και σε διάφορα άλλα μέρη του νησιού. Όμως αυτά τα χρόνια. όπου είχαμε και τη μεγάλη παρουσία του μεταναστευτικού, λιγόστεψαν τα εργατικά χέρια. Για διάφορες εργασίες στον ταρσανά, όταν επρόκειτο να υψωθούν και να τακτοποιηθούν οι μεγάλοι σκαρμοί στα καΐκια, χρειάζονταν χέρια πολλά και δυνατά αφού δεν υπήρχαν γερανοί. Έβρισκε όμως ο μαστρο-Νικολής χέρια πέραν των μόνιμων εργατών μαζί με τον Ναπολέων (3), κάνοντας ένα προσκλητήριο, γιατί τον ταρσανά τον είχαν ανάγκη πολλοί, επειδή τους έσκιζε ξύλα στην κορδέλα, οι γειτόνισσες μάζευαν τις πελεκούδες που έβγαιναν από τα κοφτερά σκεπάρνια για προσάναμμα και μερικές φορές έδινε και μερικές σκόρτσες από τα βουβά που έσχιζαν, για τις ανάγκες της τότε αναπτυσσόμενης κοινωνίας.

Ένας εξ αυτών που προσέφερε αυτήν την φιλική υπηρεσία ήμουν και εγώ λόγω γειτνίασης, φιλίας και συγγένειας. Ήταν τα φτωχά εκείνα χρόνια που υπήρχε ένας μεγάλος βαθμός ανθρωπιάς, σεβασμού, εκτίμησης, συγγένειας και αλληλοβοήθειας. Αυτά υπήρχαν στα εφηβικά μου χρόνια στο Κοκκάρι. Ήρθαν εν συνεχεία τα χρόνια τα φοιτητικά στην Πίζα της Ιταλίας και με το πέρας αυτών φθάσαμε στα χρόνια τα στρατιωτικά που έπρεπε να υπηρετήσουμε το εικοσιοκτάμηνο για την πατρίδα. Μετά την βασική εκπαίδευση στην Κόρινθο και την εκπαίδευση στο Σ.Ε.Μ. (Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών) στη Σπάρτη, πήρα τη πρώτη μετάθεση στην Δράμα, στην φιλόξενη και πανέμορφη πόλη, που την αδικεί το όνομα, τον Φεβρουάριο του 1974.

Μια Κυριακή, μερικούς μήνες πριν την επιστράτευση, το Καλοκαίρι του 1974, προγραμματίσαμε με το διοικητή μου, τον Φώτη τον Αναλυτή, να κατέβουμε μια βόλτα προς τη Νέα Πέραμο της Καβάλας να δούμε λίγο θάλασσα, μια που σε μένα, μόνο και να την έβλεπα, με ηρεμούσε, λες και έπαιρνα κάποιο ηρεμιστικό φάρμακο. Όταν φθάσαμε, σταματήσαμε σε μια όμορφη αποβάθρα και απολαμβάναμε το γαλάζιο πέλαγος. Σε λίγο ήρθαν και δύο φορτηγά ψυγεία από την Θεσσαλονίκη. Πιάσαμε τη συζήτηση και εκεί μάθαμε ότι ήρθαν να πάρουν ψάρια από δύο ψαροπούλες. Πράγματι ακόμη μακριά στο πέλαγος φάνηκαν να έρχονται δύο πλεούμενα. Μας είπαν όμως ότι ψάρια δεν πουλάνε. Υπάρχει άγραφος και απαραβίαστος νόμος να μη δίνουν ψάρια σε τυχόν παρευρισκόμενους. Η μία συζήτηση έφερε την άλλη και τα καΐκια πλησίαζαν καμαρωτά μέσα στο γαλάζιο πέλαγος. Πράγματι ήρθαν, πλεύρισαν, έδεσαν και άρχισαν να ξεφορτώνουν την μία μετά την άλλη τις ατέλειωτες ξύλινες κάσες γεμάτες από κάθε είδους ψάρια, πρώτα, δεύτερα, τσιπούρες, σαργοί, μπαρμπούνια, αστακούς, φόρτωναν στα ψυγεία και τελειωμό δεν είχαν, γιατί ήταν γεμάτα και τα αμπάρια τον καϊκιών. Όμως στο ένα από τα δύο πλοία με προβλημάτισε το σκαρί, από την αρχή που τα πρωτοείδα. Αφού πήραμε την απόφαση με την παρέα να φύγουμε μαζί με την απογοήτευση ότι δε μας πουλάν ψάρια, παρόλο που ο διοικητής μου συστήθηκε ως διοικητής της στρατιωτικής μονάδας (χρόνια δικτατορίας και η παράκληση των στρατιωτικών συγκινούσε), ξεκινήσαμε παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για το αυτοκίνητο.

Ενώ πλησιάζαμε στο αυτοκίνητο, κάτι μου ᾽λεγε ότι το ένα από τα δύο καΐκια ήταν γνωστό σαν και να μου μιλούσε δημιουργώντας διαφορετικά δυνατά ανεξήγητα συναισθήματα. Το παρατηρώ ξανά και σαν κάποιες άηχες φωνές να με καλούσαν πίσω, λες και στους σκαρμούς πάνω είχαν καταγραφεί οι φωνές και προσταγές του μαστρο-Νικολή που είχε το γενικό πρόσταγμα. Παίρνω την απόφαση, ζητώ από το διοικητή μισό λεπτό να περιμένουν και γυρνάω πίσω στα καΐκια, στο καΐκι που ακόμη το ξεφόρτωναν, και μου δημιουργούσε τα συναισθήματα. Ρωτάω τους εργαζόμενους ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του καϊκιού και μου τον δείχνουν, αυτός είναι ο καπετάνιος και ο ιδιοκτήτης. Τον πλησιάζω και του λέω: «Καπετάνιε αυτό το καΐκι είναι φτιαγμένο στη Σάμο»; Ναι μου λέει. Και τον ξαναρωτώ. «Στο Κοκκάρι»; Δε μου απαντά αλλά όμως πηδά από την κουπαστή σαν ελατήριο, με πλησιάζει, ακουμπά τα χέρια του στους ώμους μου και με ρωτά. «Συ ποιος είσαι»; Του λέω είμαι από το Κοκκάρι και σε αυτό έχω βάλει το χέρι μου να σηκώνουμε τους σκαρμούς όταν μας φώναζε ο Ναπολέων και ο μαστρο-Νικολής. Το προσωπικό σταμάτησε την φορτοεκφόρτωση χωρίς να τους πει τίποτα κανείς. Θεώρησαν τη στιγμή ξεχωριστή βλέποντας τον καπετάνιο να κλαίει από χαρά. Ο διοικητής μου, μετά της συζύγου του και την τότε μνηστή μου και νυν σύζυγο, βλέποντας από μακριά το συμβάν σταμάτησαν και απορούσαν τι συνέβη. Φοβήθηκαν μήπως και έγινε καμιά παρεξήγηση. Όμως ο καπετάνιος έστειλε και τους κάλεσε στο πλοίο.

Ο μαστρο-Νικολής Φουρναράκης με ένα από τα τελευταία σκαριά - 1985

Ανεβήκαμε στο καΐκι. Ήθελε να μας κεράσει. Άνοιξε ένα κουβούκλιο που είχε όλων των ειδών τα ποτά, ας μην τα αναφέρω, λες και ήμασταν σε κάποιο παραθαλάσσιο υπερπολυτελές μπαρ. Επειδή είδα και είχε το γνωστό μου μπουκάλι, του είπα ότι πίνω μόνο Σαμιώτικο Νέκταρ και μου λέει κι αυτός «και εγώ στη Σάμο το έμαθα και εγώ από αυτό πίνω». Συνέχεια με ρωτούσε και ξαναρωτούσε για τον έναν, για τον άλλον, τι κάνει ο μαστρο-Νικολής, τι κάνει ο Ναπολέων, τι κάνει ο Σταυράκης με το χαρακτηριστικό γέλιο, ο μπάρμπα Μιχάλης ο Φώκος που με το ξεχωριστό σκεπάρνι δε χρειάζονταν να κάνεις καλαφάτισμα στο καΐκι, τι κάνει ο Σταμάτης ο γύφτος (4), ο μπάρμπα Συμεών και ο Λιας (5). Ήξερε για τον καθένα το χαρακτηριστικό του και γι’ αυτό εκτιμούσε αυτούς που του έφτιαξαν όπως το έλεγε το καμάρι του, γιατί όπως έλεγε τον έβγαλε ασπροπρόσωπο με 10 μποφόρ τραμουντάνα, και του ήταν τυχερό. Θυμότανε την ακαταλαβίστικη «σάλα» (6) του μαστρο-Νικολή. Ανέφερε ακόμα τον Αντρέα, τον Κώστα και τον Σινέ που μετέφεραν με τα ζώα τους κορμούς των πεύκων για να φτιαχτεί το καΐκι (7). Μας διηγούνταν την καθυστέρηση που είχε για να τελειώσει, επειδή έβρεχε συνέχεια στο χωριό.

Όμως σκέφτηκε ότι έπρεπε να ξεφορτώσει εκείνος, να φορτωθεί το εμπόρευμα στα αυτοκίνητα και να φύγει, γιατί όπως μας είπε τον περίμενε μακριά ένα νέο ταξίδι για να πάρει ψάρια. Και τότε ζητάει ένα μπουγέλο, ένα μεγάλο κουβά και άρχισε να παίρνει από διάφορες κάσες διάφορα. Τσιπούρες, λιθρίνια, μπαρμπούνια, έως ότου το γέμισε και στο τέλος πάνω από αυτά ένα αστακό. Με την πράξη του και με τα λόγια του μου είχε αφαιρέσει τη σκέψη να τον ρωτήσω πόσο κάνουν. Αυτή τη φορά δεν ίσχυσαν οι άγραφοι επαγγελματικοί νόμοι. Υπάρχει σ’ αυτή την θεϊκή γλώσσα και η λέξη «εξαίρεση» και η λέξη «φιλότιμο» που σε κάνει να υπερβείς την συμφωνία και μάλιστα όταν δεν ενοχλούνται και την αποδέχονται και οι άλλοι.

Χαιρετηθήκαμε φιληθήκαμε με την εγκάρδια εντολή να μεταφέρω τους χαιρετισμούς σε όλα εκείνα τα αγαπητά του πρόσωπα, που με τόσο σεβασμό και εκτίμηση μου μιλούσε, εκτιμώντας την συνεργασία και την αγάπη που του έδειξαν φτιάχνοντας το «καμάρι του» όπως επαναλάμβανε. Όμως σ’ εκείνο τον ελάχιστο χρόνο που συζητήσαμε έδειξε το σεβασμό στον Άγιο Νικόλαο, την εκκλησία του χωριού, που του είχε κάνει εντύπωση ο μεγαλοπρεπής ναός.

Δεν δέχονταν ούτε και τις ευχαριστίες που με λόγια του δίναμε. Να πάτε στο καλό και να μου τους χαιρετήσεις όλους, ιδιαιτέρως την κυρία Ελένη (γυναίκα του μαστρο-Νικολή) που δεν ξεχνούσε τα φαγητά της, τους καφέδες τα γλυκά της και την εγκάρδια φιλοξενία.

Έτσι η παρέα μετά αυτό το αναπάντεχο, το ευχάριστο και συγκινητικό συμβάν, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, συζητώντας το ανέλπιστο γεγονός. Και μέσα στις δικές μου σκέψεις που πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, στην Δράμα μου ήρθε στο μυαλό το ακαταλαβίστικο εκείνο ρητό «κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό». Που να φανταστώ εγώ ότι το καλό που έκανα και βοηθούσα αφιλοκερδώς τους συγχωριανούς, θα ερχόταν να με βρει διακόσια μίλια μακριά.

Αλήθεια, που είναι Αυτός ο αόρατος γραμματέας που όλα τα ορά όλα, τα καταγράφει και τα αποδίδει; Είναι Αυτός που είναι μέσα μας και σήμερα γιορτάζουμε την γέννησή Του! Είναι ΑΥΤΟΣ που λέμε «Ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδίδει εν τω φανερώ» και σε όλα αποδίδει θετικά ή αρνητικά και επί του προκειμένου, πρώτα στεναχώρια και απογοήτευση και μετά ευχαρίστηση και ψάρια! Πού να φανταστείς ότι κάποιο καλό που κάνεις θα έρθει να σε βρει εκατοντάδες μίλια μακριά και θα σε ανταμείψει ακόμα και μετά από δεκαετία.

Ναι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της θρησκείας μας που πρέπει διά της παιδείας να εμφυτευτούν στον εσωτερικό τους κόσμο, για να έχουμε ένα κόσμο αυριανό καλύτερο, φιλότιμο, εργατικό και να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ ΑΥΤΟΝ που καταγράφει τα πάντα και τα αποδίδει.

Μετά από ενάμιση χρόνο που τελείωσα την θητεία, στις 6 Δεκεμβρίου του 1975, και επέστρεψα στο χωριό, μετέφερα αυτό το συμβάν στους προαναφερόμενους και όλοι τους ήταν ευχαριστημένοι για την πράξη του.

1. Ο Νικολής Δ. Φουρναράκης. Ιδιοκτήτης και ιθύνων νους της επιχείρησης του ταρσανά, τέλειος καραβομαραγκός. Είχε αποκτήσει πανελλήνια φήμη. Γνώσεις του δημοτικού. Καλοκάγαθος, σεμνός, εργατικός, πράος, κοινωνικός, φιλεύσπλαχνος. Ήταν ένα από τα δύο παιδιά του Δημήτρη Φουρναράκη που ήταν καραβομαραγκός. Ο Βαγγέλης και αυτός άριστος καραβομαραγκός, δυστυχώς φονεύθηκε αδίκως κατά τον εμφύλιο πόλεμο.

2. Ταρσανάς. Ήταν μία μικρή βιοτεχνία με μηχανήματα και εργαλεία που κατασκεύαζαν τα διάφορα αξιόλογα πλεούμενα στην περιοχή της Άμμου στο Κοκκάρι. Θεωρώ ότι τα μορφωμένα εγγόνια του με πανεπιστημιακά πτυχία θα πρέπει τον μικρό χώρο αυτό να τον αξιοποιήσουν σε μουσείο με τα τότε εργαλεία και φωτογραφίες, σε συνεργασία με την κοινότητα, διότι αποτελεί μέρος της ιστορίας των παππούδων των, αλλά και της ιστορίας του χωριού.

3. Ναπολέων Γαλανής. Ήταν ξυλουργός, μετέπειτα καραβομαραγκός, το δεξί χέρι του μαστρο-Νικολή και αργότερα πρόεδρος στο χωριό.

4. Σταμάτης, ο γύφτος. Ήταν ο σιδηρουργός Σταμάτης Χατζηγεωργίου που έφτιαχνε τα καρφιά και τις τσαβέτες και εν συνεχεία τις γαλβάνιζε για τις ανάγκες όλων αυτών των καϊκιών που κατασκεύαζαν στον ταρσανά. Και αυτόν τον βοηθούσα λόγω του ότι το σπίτι μας εφάπτονταν με το σιδηρουργείο.

5. Συμεών Κούλικας και ο Δημητρός ο Λιας ήταν οι ξυλοκόποι, οι επεξεργαστές των πεύκων που εν συνεχεία πριόνιζαν τους κορμούς σε πλάκες.

6. Σάλα. Ήταν ένα ξύλινο επίπεδο κατασκεύασμα περίπου 15 τετραγωνικών μέτρων που πάνω με καμπύλες και γραμμές ο μαστρο -Νικολής του δημοτικού, σχεδίαζε την κατασκευή του κάθε καϊκιού, όπως κάνουν σήμερα οι μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες του Πολυτεχνείου τα σχέδια σε πολυτελή γραφεία και υπέροχους φωτισμούς, με τα υπέροχα και ξεκούραστα κομπιούτερ.

7. Ανδρέας Χατζηγιάννης, Κώστας Σταυράκης, Συνέσιος Παρτσάφας ήταν αυτοί που είχαν ζώα (άλογα και μουλάρι) μεταφέροντας τους μακριούς κορμούς των πεύκων από δύσβατες και απομακρυσμένες δασικές περιοχές, για την κατασκευή των πλεούμενων.

Κοκκάρι, 25 Δεκεμβρίου 2024

Γιακουμής Ι. Αμυρσώνης, Γεωπόνος
Πρώην πρόεδρος Κοινότητας Κοκκαρίου
Έφεδρος λοχαγός


Παρακολουθώντας το πρόσφατο συνέδριο που έγινε στο Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου στο Ηραίον της Σάμου, το Σάββατο, 11 Οκτωβρίου 2025, σε ένα πανέμορφο και οργανωμένο νεοκατασκευασμένο χώρο, αντάξιο με την χιλιόχρονη ιστορία του νησιού σε αυτό τον τομέα, θυμήθηκα ένα αδημοσίευτο γραπτό μου που συνέταξα πέρυσι στις μέρες των Χριστουγέννων και αφορούσε ένα συμβάν, πλέον του μισού αιώνα, που είχε σχέση με τον Ταρσανά του Κοκκαρίου και έφτανε μέχρι τα μεταφυσικά που μας προβλημάτιζαν και μας προβληματίζουν, όπως λέει ο τίτλος του διηγήματος.

Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required