Αρχές Ιουλίου του 1821. Ο τουρκικός στόλος, υπό το ναύαρχο Καραλή, περιτριγυρίζει, απειλητικά, τη Σάμο. Ο μπάρμπα Μαθιός, τσοπάνης του Κέρκη απ’ το Μαραθόκαμπο, περίμενε πως και πως το ηλιοβασίλεμα για να σταλιάσει το κοπάδι του.
Ξαφνικά μέσα στον ύπνο του είδε έναν μαυροντυμένο γενειοφόρο να έρχεται προς το μέρος του.
Τον ένιωσε να του αγγίζει τον ώμο και με φωνή δυνατή να του λέει:
«Σε θέλω για μια παραγγελιά Μαθιέ. Να πας να βρεις τον καπετάν Σταμάτη κάτω στο χωριό και να του πεις να πάρει τα πιο ψυχωμένα από τα παλληκάρια του και να πάνε, ανυπερθέτως, στον κάβο Τζωρτζή- ξέρει αυτός- γιατί τον έχουν αφήσει ανοχύρωτο και θα κινδυνέψει από τους Τούρκους όλο το νησί».
Ο βοσκός ταράχτηκε, ξύπνησε αλλά δεν έδωσε καμμιά σημασία στο όνειρο.
Της κούρασης είναι, ψιθύρισε και άλλαξε πλευρό.
Την άλλη βραδιά ο μαυροφορεμένος επισκέπτης επανήλθε.
-Μαθιέ πήγες για την παραγγελιά; τον ρώτησε.
-Θα πάω αύριο πρωί-πρωί, μόλις ξυπνήσω του απάντησε ο τσοπάνης βαριεστημένα.
Το πρωί ήρθε ο Μαθιός νόμιζε πως αγγελεύονταν πάλι τη νύχτα και έτσι ξανά δεν έδωσε καμμιά σημασία στο ενύπνιο.
Την τρίτη βραδιά ο γενειοφόρος επισκέπτης παρουσιάστηκε πάλι σαν όνειρο στον ύπνο του δύσπιστου κι ασυνεπή τσοπάνη.
Όμως αυτή τη φορά ήταν όλος θυμό και ταραχή απερίγραπτη,με τα γένεια του όρθια, μ’ ανάκατα τα μαλλιά και με τα μάτια γουρλωμένα, κατακόκκινα και άγρια, σκέτη φωτιά.
«Άκου δω», του λέει «σήκω επάνω, τώρα δα και τρέξε ,όσο πιο γρήγορα μπορείς, σαν αστραπή, να βρεις τον καπετάν Σταμάτη στο χωριό και να του δώσεις το μήνυμα μου».
Συγκλονισμένος και φοβισμένος ο κυρ Μαθιός σηκώθηκε από το στρώμα του και χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρε το δρόμο για το χωριό.
Αχάραγα έφτασε στο φημισμένο αρχοντικό του πολέμαρχου, δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και χτύπησε, δισταχτικά, την καλοδουλεμένη πόρτα της εισόδου.
Τον υποδέχτηκαν απορημένες για το πρωινή επίσκεψη οι αδερφάδες του καπετάν Σταμάτη.
-Τι θέλεις άνθρωπέ μας τέτοια ώρα τον ρώτησαν.
Έλα, πέρασε μέσα ν’ απολαχάνεις και να μας πεις.
-Έχω προφορική παραγγελιά για τον αδερφό σας προσωπικά.
Πέστε μου, για τον Θεό, πού είναι να πάω γρήγορα να τον βρω.
-Κάτσε να πιείς ένα βραστάρι, χριστιανέ, κι ύστερα φεύγεις.
Ήπιε ο βοσκός σχεδόν όρθιος μονορούφι το ρετστό - να μην αργήσει και να μη προσβάλει κιόλας το φιλόξενο σπιτικό- και ροβόλησε για το λιμάνι της Σπηλιάς όπου βρίσκονταν ο καπετάν Σταμάτης με όλα τα παλληκάρια του κατά πως του είπαν οι γυναίκες του αρχοντικού ξεπροβοδίζοντας τον.
Πράγματι τον βρήκε, θεόρατο και μεγαλοπρεπή, πάνω στο πλοίο του τον «Αχιλλέα» να επιβλέπει τις ακτές και να κιαλάρει το πέλαγο καθώς του είχε αναθέσει ο Μεγάλος Αρχηγός, ο γαμπρός του, ο Λογοθέτης Λυκούργος, τη φύλαξη από τους Τούρκους ολόκληρης της νοτιοδυτικής Σάμου, απ’ τις βαρδιόλες του Αϊ Γιάννη του Ελεήμονα μέχρι του Παύλου και τη Σαμιοπούλα στα Σπαθαριώτικα.
-«Ώρα καλή καπετάνιο μου, με θυμάσαι;
Μαζί ορκιστήκαμε για Λευτεριά ή Θάνατο ανήμερα της Κυριακής του Θωμά στο εκκλησάκι του Αϊ Αντώνη».
-«Πώς άφησες το πόστο σου Μαθιέ πάνω στη Βίγλα και ήρθες πρωινιάτικα μέχρις εδώ»; του είπε ο καπετάνιος αυστηρά.
-«Η Αγγελίνα μου πήρε τη θέση μου στο βίγλισμα και στο κοπάδι, καπετάνιε μου, μιας και όπως ξέρεις ο μοναχογιός μας , καιρό τώρα, βρίσκεται στη ντάπια του Αγριλιώνα για την πατρίδα.
Μη φοβάσαι.
Ήρθα κομίζοντας σου μήνυμα από έναν μυστήριο και άγνωστο μου ρασοφόρο που εμφανίστηκε τρεις φορές στον ύπνο μου και μ’ όρκισε στην πίστη μου να σου μεταφέρω τα εξής:
Να πας, αμέσως και δίχως καμμιά χρονοτριβή, με τα παλληκάρια σου στον κάβο Τζωρτζή γιατί εκεί θα κάμουν την κύρια απόβαση τους οι Τούρκοι για να πετύχουν την κατάληψη του νησιού. Το μέρος, φύσει οχυρό και βραχώδες το αφήσατε, λέει, αφύλαχτο, γιατί, λογικά, δεν προσφέρεται για απόβαση. Όμως εκεί, αποφάσισαν να χτυπήσουν, να κάμουν την απόβαση τους οι Τούρκοι.
Αυτά μου είπε ο καλόγερος καπετάνιε μου, τα αποστήθισα και σου τα λέω ακριβώς όπως τα άκουσα στα όνειρα μου, όχι μια , όχι δύο αλλά τρεις φορές και για τρία συνεχή βράδια».
Το πρωί της 5ης Ιουλίου 1821 ο καπετάν Σταμάτης με πενηνταεφτά παλληκάρια από τον Μαραθόκαμπο και άλλους ψυχωμένους Σαμιώτες ταμπουρωμένοι στην απότομη ακτή του κάβο Τζωρτζή περίμεναν την απόβαση των Τούρκων.
Κι όταν οι τούρκικες βάρκες με τους γενίτσαρους προσπάθησαν κατά κύματα να πατήσουν το νησί έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα και δεν τους άφησαν να μολύνουν το πάτρια εδάφη μας.
Οι βάρκες βούλιαξαν, οι βράχοι κι οι ακτές γέμισαν τούρκικα κορμιά κι η θάλασσα κοκκίνησε απ΄το αίμα.
Με μια σπαθιά ο καπετάν Σταμάτης έκοψε στα δυο απ΄το κεφάλι ως τα σκέλια του τον αρχηγό της απόβασης τον φοβερό Καπλάν Αγά.
Κι όπως η σπάθα του πολέμαρχου διέλυσε το πλούσιο κεμέρι του τούρκου οι χρυσές λίρες κατρακύλησαν και σκόρπισαν , μαζί με τις σάρκες και τα αίματα , στις πέτρες, στην άμμο και στα χώματα του κάβου..
Ο πανικός και η ακάθεκτη ορμή των Σαμίων αγωνιστών έτρεψαν όσους αγαρηνούς απόμειναν σε άτακτη φυγή προς τα πλοία του στόλου τους.
Οι πιο πολλοί πνίγηκαν κι ελάχιστοι μόνο κατάφεραν να σωθούν.
Απ’ τους δικούς μας μετρημένοι οι νεκροί κι οι λαβωμένοι. …..
Ο καπετάν Σταμάτης και τα παλληκάρια του με τον αγώνα και το αίμα τους υπέγραψαν τη μέρα εκείνη την ελευθερία της Σάμου.
Ο κάβος του μαρτυρίου από κάβο Τζωρτζής μετονομάστηκε σε κάβο Φονιά για να θυμίζει πάντοτε τη μεγάλη , τη φονική, την νικηφόρα εκείνη μάχη.
Τις λίρες απ’ το κεμέρι του Καπλάν Αγά τις αφιέρωσε, συγκλονισμένος, ο Αρχηγός στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγιάς, στην Παναγία των Πέντε Οσπιτίων.
Ο άγνωστος ρασοφόρος του Κέρκη έχει χρόνια πολλά να φανεί.
Επέστρεψε, φαίνεται, στα απάτητα δώματα του Ουρανού όπου υμνούνται, εν χορδαίς και οργάνοις, τα κατορθώματα Θεού και ανθρώπων στον αιώνα τον άπαντα.
Μακάρι να μη χρειαστεί να παρουσιαστεί ξανά στον ύπνο ή στον ξύπνο μας για ν’ αποστείλει μαντάτα για πόλεμο σε μας και στις γενιές που θα’ρθουν..
Μακάρι.
Όμως αν έρθουν πάλι δίσεκτοι καιροί όλοι θα είμαστε στη θέση μας «ποτέ από το Χρέος μη κινούντες».
Μανώλης Νικ. Κάρλας
*Από τις αφηγήσεις
των Ιορδάνη, Νικόλα και Δημήτρη Λυμπέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου