13 Απρ 2020

Εθιμικά της Μεγάλης Εβδομάδας στον Πόντο. Γράφει ο Μανόλης Βαρβούνης

Η Κυριακή των Βαΐων σηματοδοτεί την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος, της πιο έντονης, από λατρευτική άποψη, περιόδου του ποντιακού ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Η πραγματικότητα αυτή, σε συνδυασμό με την ένταξή της στο πλαίσιο των ανοιξιάτικων εορτών, αποτελούν τους δύο βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους δομείται η εθιμική φυσιογνωμία της εορτής, με βάση στοιχεία φυτολατρίας και φυσιολατρίας, που έχουν αρχαιότατη καταγωγή. 

Για τον λόγο αυτό όλοι οι ναοί στολίζονται με βάγια, σε ανάμνηση των βαΐων των φοινίκων, που κρατούσαν οι υποδεχόμενοι τον Ιησού Χριστό Ιουδαίοι, κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα μάλιστα με τις πηγές που διαθέτουμε, το έθιμο αυτό ήταν εν χρήσει από την Εκκλησία ήδη από τον 9ο αι. Στα βάγια αυτά δίνεται ιδιαίτερη εθιμική σημασία, σε πολλές δε περιοχές τα πλέκουν σε σχήμα σταυρού και τα φυλάγουν στα οικιακά εικονοστάσια.
          
Η Κυριακή των Βαΐων χαρακτηριζόταν και στον Πόντο για την τελετουργική χρήση των βαγιών, κλαδιών και φύλλων δάφνης, με τα οποία έστρωναν όχι μόνο τους ναούς, αλλά και τα δάπεδα των σπιτιών. Ευλογημένα βάγια μοίραζαν μετά τη θεία λειτουργία οι ιερείς στους πιστούς, στη Σάντα μάλιστα πίστευαν ότι αν το κλωνάρι που τους έδινε ο ιερέας είχε περιττό αριθμό φύλλων ήταν αίσιος οιωνός για το μέλλον, το αντίθετο δε συνέβαινε αν ο αριθμός των φύλλων ήταν άρτιος. Τα κλαδιά αυτά κρατούσαν στα εικονίσματα του σπιτιού, με την πίστη ότι εμπεριείχαν υπερφυσική δύναμη, άρα μπορούσαν να τους προστατεύσουν σε δύσκολες περιστάσεις, σε ξαφνικές ασθένειες κ.λπ.
         
Τα βάγια χρησιμοποιούνταν επίσης συχνά σε παιδικούς αγερμούς: παιδιά με καλαθάκια στολισμένα με βάγια περιέρχονταν τα σπίτια, τραγουδώντας σε καθένα ένα σχετικό σύντομο αγερμικό τραγούδι, και φιλοδωρούνταν από τους νοικοκύρηδες αναλόγως. Το ίδιο συνέβαινε και στην Ίμερα αλλά και στο Σταυρίν, όπου μάλιστα επισκέψεις στα σπίτια έκανε και ο ιερέας του χωριού. Στα Κοτύωρα τα παιδιά αυτά φιλοδωρούνταν με κερκέλια, ειδικά κουλούρια που παρασκευάζονταν για την εορτή, αβγά, όπως συμβαίνει και πανελληνίως με τους αγερμούς των ημερών, αλλά και τσιγκούλια, μια πανσπερμία από βρασμένο καλαμπόκι, αλάτι, και κοπανισμένα καρύδια ή φουντούκια. Την αγερμική αυτή τελετουργία ονόμαζαν βάισμα.
         
Στη Σαμψούντα και στη Κερασούντα τα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα της ημέρας και πραγματοποιούσαν τον αγερμό τα φιλοδωρούσαν με ειδικό ψωμάκι που παρασκεύαζαν για το σκοπό αυτό, τη βαϊτζα. Συνέδεαν μάλιστα την Κυριακή των Βαΐων με την επερχόμενη εορτή της Αναστάσεως και στον παροιμιακό λόγο τους, όπως άλλωστε συμβαίνει σε ανάλογες παροιμιακές εκφράσεις και άλλων ελληνικών περιοχών.
         
Στη Σάντα πάλι ως βάγια χρησιμοποιούσαν κλαδιά λεύκας, και τα παιδιά μετά τη θεία λειτουργία γύριζαν τα σπίτια του χωριού με ένα τέτοιο κλαδί στο χέρι, κάποτε συνοδευόμενα και από νέους άνδρες: τραγουδούσαν σχετικά και φιλοδωρούνταν και πάλι με κουλούρια και αβγά, τα οποία κρατούσαν για να τα βάψουν και να τα τσουγκρίσουν το Πάσχα. 
           
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η χρήση των βαγιών, πέρα από τις βιβλικές αναμνήσεις που εμπεριέχει, για το λαό ήταν μια τελετουργία γονιμική, ευετηρική και διαβατήρια, δεδομένου ότι αποσκοπούσε στην αναλογική μετάδοση στους ανθρώπους της θαλερότητας και της ζωντάνιας των βλαστών, όπως άλλωστε είδαμε προηγουμένως να συμβαίνει και σε άλλα ανάλογα έθιμα διαφορετικών εορτολογικών περιστάσεων, με τους ίδιους πάντως σκοπούς. Εν προκειμένω, η τελετουργική χρήση των βαϊων είναι απολύτως ενδεικτική: Σε πολλές περιοχές, για παράδειγμα, μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων, έπαιρναν από το ναό χλωρά κλαδιά δάφνης, τα οποία είχαν προσκομίσει από την προηγούμενη ημέρα οι νιόπαντροι της χρονιάς εκείνης, και είχαν ευλογηθεί από τον ιερέα. Τα κλαδιά αυτά αποτελούσαν το κύριο σύμβολο μιας οικιακής τελετουργίας, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες πήγαιναν σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, κουνώντας τα βάγια και λέγοντας ευχές για την αποδίωξη των βλαπτικών εντόμων.
        
Επίσης, με τα βάγια αυτά συνήθιζαν να αλληλοαγγίζονται, με σκοπό την εξασφάλιση υγείας, ή να χτυπούν ελαφρά τις έγκυες γυναίκες, πιστεύοντας ότι θα γεννήσουν ευκολότερα. Πίστευαν επίσης ότι το ζευγάρι εκείνο που θα πήγαινε πρώτο τα βάγια στην εκκλησία θα πρωτογεννούσε αγόρι, σύμφωνα με την πάγια αντίληψη του λαού για την προτίμηση των αρσενικών παιδιών, άρα η διακεκριμένη συμμετοχή στην τελετουργία γινόταν μέσο διάδοσης και προσπορισμού και ιδιαίτερης γονιμικής δύναμης. 
        
Σχετικά με τις ευετηρικές και διαβατήριες αυτές τελετουργίες ήταν και τα γονιμικά μαντεύματα της ημέρας: αν το κλαδί ήταν ανθισμένο, οι χρονιά θα έφερε πλούσια σοδειά και οι όρνιθες θα κλωσούσαν πολλά αβγά. Τα δροσερά και φρέσκα κλαδιά είχαν, κατά την συνειρμική λαϊκή σκέψη, μια ακατανίκητη γονιμική δύναμη, η οποία έπρεπε τελετουργικά να περάσει σε ανθρώπους, σοδειές και ζώα, με στόχο πάντοτε την καλοχρονιά και την επιβίωση της κοινότητας. Οι μαντικές αυτές τελετουργίες σχετίζονται βέβαια με την αρχετυπική πίστη στην μαντική αξία των μεγάλων ετήσιων εορτολογικών στιγμών, που λόγω της θρησκευτικής σπουδαιότητάς τους αποκτούν στα μάτια του λαού ιδιαίτερο υπερφυσικό και συμβολικό κύρος για την παραδοσιακή καθημερινότητα των πιστών. 
        
Τα «βαγιοχτυπήματα» που αναφέρθηκαν προηγουμένως συνιστούν μια καθαρά ευετηρική και διαβατήρια τελετουργία, βασισμένη στην πίστη ότι το τελετουργικό άγγιγμα με θαλερό κλαδί μπορεί να μεταβιβάσει στον άνθρωπο τις θεωρούμενες ως βασικές και θεμελιώδεις ιδιότητες της φύσης, δηλαδή την υγεία και την ευεξία, την αντοχή και την θαλερότητα. Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές συνήθιζαν να περιφέρουν τα αγιασμένα στο ναό βάγια στα σπίτια, με τη συμμετοχή πλήθους παιδιών, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξορκιστούν τα βλαπτικά έντομα, αλλά και θα μεταδοθεί στους ανθρώπους ευρωστία και θαλερότητα. Η ιδέα επίσης για την γονιμοποιητική δύναμή τους, οπωσδήποτε ενισχυμένη και με την ευλογία τους από τον ιερέα και μάλιστα σε μια κρίσιμη εορτολογική περίσταση, όπως η έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας, βρίσκεται πίσω από το τελετουργικό κρέμασμά τους στα καρποφόρα δένδρα, με την πεποίθηση ότι θα ενισχυθεί και θα μεγιστοποιηθεί η καρποφορία τους. 
         
Επίσης στα Κοτύωρα συνήθιζαν να κάνουν κούνιες, όπου κατά κύριο λόγο ανέβαιναν τα παιδιά, πληρώνοντας με ορισμένα από τα αβγά που είχαν συγκεντρώσει κατά τον εθιμικό αγερμό που προαναφέρθηκε. Το ανταγωνιστικό παιχνίδι της κούνιας, κατά κανόνα τελούμενο κατά την πασχαλινή περίοδο, αποτελεί μία ακόμη ανοιξιάτικη ευγονική και γονιμική τελετουργία, που σχετίζεται άμεσα με την ανθοφορία, τις αλλαγές στη φύση και την προσπάθεια των ανθρώπων να ενισχύσουν μαγικά, αναλογικά και συνειρμικά την ανάσταση του περιβάλλοντος που έβλεπαν να συμβαίνει γύρω τους, και από την οποία εξαρτώνταν η επιβίωση και η καλοζωϊα της οικογένειας και της κοινότητάς τους.
          
Η δεσποτική εορτή επέβαλε την ψαροφαγία την ημέρα αυτή, την οποία οι κάτοικοι του Πόντου τηρούσαν πιστά, δεδομένης και της αυστηρής νηστείας της Μεγάλης Εβδομάδος, που θα επακολουθούσε. 
          
Σημαντική επίσης ήταν η Μεγάλη Τετάρτη: πρόκειται για την ημέρα τέλεσης από την Εκκλησία της τελευταίας λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων και του τελευταίου Μεγάλου Αποδείπνου, του γνωστού στο λαό ως «Δυνάμεο», από το χαρακτηριστικό τροπάριο «Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού». Την ημέρα αυτή τελείται στους ναούς το Ευχέλαιο, είτε στα σπίτια, είτε στο ναό. Από το αλεύρι που χρησιμοποιείται στο μυστήριο και ευλογείται συνήθιζαν να ζυμώνουν πρόσφορο, και να το πηγαίνουν στο ναό, να ζυμώνουν κουλούρα τελετουργική, από την οποία έτρωγαν κάθε πρωί ένα μικρό κομμάτι, για ευλογία. 
          
Στα Κοτύωρα μαζί με το ευχέλαιο ο ιερέας ευλογούσε αβγά, αλεύρι και αλάτι. Τα αβγά αυτά τα έβαφαν κόκκινα την Μεγάλη Πέμπτη και μαζί με το αλεύρι και το αλάτι τα έβαζαν σε καλάθι σκεπασμένο με πανί και τα πήγαιναν στο ναό να «διαβαστούν», κατόπιν δε τα κατανάλωναν στο σπίτι τους, πιστεύοντας ότι έτσι μεταδίδεται η θεία ευλογία στο σπίτι και στους οικείους τους. Σε άλλες περιοχές ο νεωκόρος μάζευε από τα σπίτια της ενορίας μικρές ποσότητες από αλεύρι, το ζύμωνε χωρίς προζύμι, και κατόπιν ο ιερέας, κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του ευχελαίου, ακουμπούσε στο φύραμα το σταυρό ευλογίας του ναού με το Τίμιο Ξύλο ή τυχόν υπάρχοντα άγια λείψανα, και το φύραμα φούσκωνε, κατόπιν δε το μοίραζε στις ενορίτισσες, που το κρατούσαν για νέο προζύμι της χρονιάς.


Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required