31 Μαΐ 2020

Mια αυθεντική μαρτυρία για το θρύλο του καπλανιού της Σάμου (Μαυρατζαίων)

Η συγγραφέας Άλκη Ζέη
Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη της Άλκης Ζέη (που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, 28/02/2020), καταξιωμένης λογοτέχνιδας, δημιουργού και του γνωστού μυθιστορήματος «Το καπλάνι της βιτρίνας», από τον πάνω από μία δεκαετία συνεργάτη του "Σαμιακού Βήματος", εκπαιδευτικό και συγγραφέα, Νίκο Ορφανό.



Η εν λόγω αυθεντική μαρτυρία, που παρουσιάζουμε παρακάτω, για το καπλάνι (είδος λεοπάρδαλης ή τσιτάχ), ανήκει στη Μαυρατζώτισσα γερόντισσα, πρακτική μαία, θεία-(αμπλά) Κατερίνα Γλιαρμή, κόρη του Γεράσιμου Γλιαρμή, που μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο σκότωσαν το επικίνδυνο θηρίο το 1865.

Η θεία–Κατερίνα, μού διηγήθηκε προσωπικά το ιστορικό του θρυλικού καπλανιού, στις 13-6-1967 στους Μαυρατζαίους, όταν ήταν 103 ετών, με θαυμαστή την πνευματική της διαύγεια.

Η Μαυρατζώτισσα γερόντισσα Κατερίνα Γλιαρμή
Τη μαρτυρία δημοσίευσα για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1994 στην εφημερίδα «Σύνδεσμος του Συλλόγου Μαυρατζωτών» (φύλλο 53) και την αναδημοσίευσα στο περιοδικό «Μεθόριος του Αιγαίου» (τεύχος 53, Σεπτ. 2014).


Διευκρινίζουμε ότι η μαρτυρία παρουσιάζεται με ακρίβεια περιεχομένων, αλλά με την καθημερινή ελληνική δημοτική μας γλώσσα και όχι με το τοπικό σαμιώτικο γλωσσικό ιδίωμα, που χρησιμοποίησε και η Κατερίνα Γλιαρμή:
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ

«Αυτό το καπλάνι πέρασε, φαίνεται, απ` την Ανατολή κι έκανε ζημιά στα κοπάδια. Ο πατέρας μου, Γεράσιμο τον λέγανε, είχε γίδες. Παραφύλαξε λοιπόν και το είδε. Το παρακολούθησε και είδε που πήγε μέσα σε μια σπηλιά στο Καβουράκι, πάνω στους Καρβούνηδες, μέσα στην Καπλανοφωλιά που λέμε. Τρέχει αμέσως και όπως ήτανε παλικάρι, τα χέρια του ήτανε σαν δύο δικά μας, τρέχει και κυλάει μεγάλες πέτρες και έφραξε την πόρτα της σπηλιάς και το άφησε να ψοφήσει.

Ύστερα από 40 μέρες, πήρε τα αδέλφια του, τον Κώστα, το Νικόλα και το Μανώλη και τον αδελφό της πεθεράς μου, τον Παναή τον Κουκούλη, που ήτανε και χασάπης του χωριού και πήρε τη χασαπομαχαίρα του. Άμα φτάσανε στην Καπλανοφωλιά, δέσανε τον πατέρα μου με καναβιά και τον κατεβάσανε από μια τρύπα που έχει από πάνω.

Μόλις κατέβηκε μέσα, κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, τίποτε καπλάνι. Αλλά η σπηλιά είχε ένα ράφι πιο λίγο από μπόι κι εκέι ήτανε το καπλάνι. Αυτό ζούσε ακόμα. Είχε η σπηλιά κάτι κόκκαλα μέσα και μ` αυτά έζησε. Ως λοιπόν γύρισε και το είδε ο πατέρας μου, κάνει μια το καπλάνι: Χχχχ!... και χύμηξε τον πατέρα μου. Εκείνος, ως ήτανε γερός, το άρπαξε από κάτω απ` τη μασχάλη και το έσφιξε, αλλά κείνο με τα δόντια του «τ`τρώι του χέρ`τ` τσιδάς αβδά». Φωνάζει ο καημένος: βοήθεια! Οι άλλοι που ήτανε απ` έξω μέχρι να κυλήσουν τα βράχια που είχε ο πατέρας μου κυλισμένους, πέρασε κάμποσο. Χυμάει ο θείος μου ο Παναής με τη μαχαίρα, αλλά του κόλλαγε απ` την ανάποδη από τη σαστισμάδα του. Σαν είδε έτσι ο πατέρας μου, αρπάει τη μαχαίρα και του δίνει μια στα πλευρά του καπλανιού και το σκότωσε, παραδόθηκε.

Από κει τον πήρανε τον πατέρα μου σηκώνοντας και τον πήγανε στους Μυτιληνιούς και από κει στο Βαθύ που είχε ένα γιατρό μονάχα.

Άμα γυρίσανε στο χωριό και τους είδε η μάνα μου και έλειπε ο πατέρας μου, το μέφτηκε.

«Πού είνι ου Γεράσιμους;» τους ρώτησε.

«Δεν είνι τίπουτα, να λ`γακ` τούνι δάγκουσι στου χέρ`…».

Από κειδά η μάνα μου πήγε με τα ποδάρια στο Βαθύ τρέχοντας. Σε λίγο καιρό έγινε καλά ο καημένος.

Το καπλάνι κάποιοι άλλοι το γυρίσανε στα χωριά να το ιδεί ο κόσμος. Παίρνανε λεφτά! Άλλοι, δηλαδή, τα παίρνανε όχι οι θείοι μου. Άμα το πήγανε στους Μανωλάτες, ήτανε κει ο παπα-Αδάμος. Τους έδωσε λοιπόν κατιτίς και το πήρε. Το έγδαρε το γέμισε άχυρα και το κράτησε. Ύστερα το πήρε ο γιος του (ο Καπνουλάς) που είχε στο Βαθύ φαρμακείο. Τώρα μου φαίνεται πως το έχουνε στο μουσείο του Βαθιού, έτσι με τα άχυρα μέσα.

Ο πατέρας μου που το σκότωσε μήτε λεφτά πήρε, μήτε τίποτα. Ύστερα από κάμποσο καιρό μονάχα του `στειλε ο βασιλιάς ένα χαρτί με χρυσά γράμματα και του `δινε συγχαρητήρια για το θάρρος του.

Φωτο.: Γιάννης Κιλουκιώτης

Τι απέγινε το Καπλάνι;

Το καπλάνι (δηλ. το δέρμα του γεμισμένο με άχυρα) στόλισε με τη σειρά πολλά αρχοντικά σπίτια του Βαθιού. Το τελευταίο σπίτι που το δέχτηκε ήταν σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, του συμβολαιογράφου Αντώνη Γιοκαρίνη. Εκείνος το πρόσφερε στο Δήμο Σαμίων. Σήμερα βρίσκεται στη βιτρίνα του στο Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών, να θυμίζει την παλικαριά, την τόλμη και αποφασιστικότητα των Σαμίων μπροστά στους κινδύνους.

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία! Έχω επισκεφτεί το μουσείο και το έχω δει το καπλάνι της Σάμου. Δεν είναι τσιτάχ, είναι καθαρά λεοπάρδαλη, εφόσον το δέρμα έχει ροζέτες, και όχι στίγματα. Το συγκεκριμένο είδος της ασιατικής λεοπάρδαλη θα περίμενε κανείς να είναι περσική λεοπάρδαλη, μια και οι περσικες φτάνουν ως την Τουρκία. Από την εμφάνιση του, όμως, μοιάζει περισσότερο με αραβική. Οι αραβικές λεοπαρδάλεις φτάνουν ως το Λίβανο.

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required