17 Νοε 2020

Στο εδώλιο για τον χαμό του γιού του

Η τελευταία στιγμή κατά την οποία ο Ναντέρ Αγιούμπι θυμάται τον γιο του ζωντανό ήταν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα του περασμένου Σαββάτου. Εκανε κρύο και τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Η βάρκα τους ήταν γεμάτη ανθρώπους, είχε αρχίσει να σηκώνει κύμα και ο 25χρονος πατέρας από το Αφγανιστάν ήταν τρομαγμένος –πάντα φοβόταν τη θάλασσα– αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει στο πεντάχρονο αγόρι του. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, είχε δει τα φώτα της Σάμου και είχε αναθαρρήσει. Ηταν θέμα λίγης ώρας να φτάσουν στη στεριά, όταν ένα κύμα τους έριξε με ορμή στα βράχια. 

Εκεί, μέσα στο παγωμένο νερό, ήταν η στιγμή οπότε πατέρας και γιος χωρίστηκαν. Ο Ναντέρ που με δυσκολία επέπλεε, φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε το όνομα του παιδιού. Ανάμεσα στις κραυγές των συνταξιδιωτών του ήξερε πως θα αναγνώριζε τη φωνή του παιδιού του και εκείνο τη δική του, αλλά φώναζε μάταια.

Με τον γιο του, τον Γιάγχια, ήταν αχώριστοι. Πριν από τρία χρόνια είχε χωρίσει από τη σύζυγό του και ουσιαστικά μεγάλωνε το παιδί μόνος του στην Κωνσταντινούπολη όπου ζούσαν. Επιβίωνε με δυσκολία δουλεύοντας μεροκάματα σε οικοδομές. Οταν οι τουρκικές αρχές απέρριψαν δύο φορές το αίτημα ασύλου, ο δικηγόρος του, τον ενημέρωσε πως θα έπρεπε να φύγει από τη χώρα, πως το παιδί του δεν θα μπορούσε καν να πάει εκεί σχολείο. Η επιστροφή στο Αφγανιστάν δεν ήταν για εκείνον επιλογή. Το χωριό του είχε βομβαρδιστεί όταν ήταν 9 ετών και έκτοτε, ως πρόσφυγας, είχε ζήσει στο Ιράν και αργότερα στην Τουρκία. 

Πριν από λίγες εβδομάδες αποφάσισε να τολμήσει το παράνομο ταξίδι ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή για τον ίδιο και τον γιο του. Ο τελικός προορισμός ήταν η Αυστρία όπου έμενε η αδερφή του. Δανείστηκε από γνωστούς 1.500 δολάρια για το πρώτο κομμάτι του ταξιδιού και το Σάββατο αργά το βράδυ μπήκε στη βάρκα.

Λίγα λεπτά μετά την πρόσκρουση στα βράχια, κάποιος βγήκε στη στεριά και κατάφερε να στείλει μήνυμα για βοήθεια. Οχι στο λιμεναρχείο αλλά σε μια ΜΚΟ. Εχοντας τον φόβο για τυχόν επαναπροωθήσεις, η ενημέρωση κάποιου ανεξάρτητου φορέα ήταν για εκείνους μια δικλίδα ασφαλείας. Στις 00.06 από τη ΜΚΟ ειδοποίησαν το Λιμενικό και δύο σκάφη πήραν εντολή να μεταβούν στο σημείο. Αναψαν τους προβολείς, ο Ναντέρ και άλλοι από τη στεριά κουνούσαν τα χέρια αλλά λίγο μετά τις 2 π.μ., τα πλοία αποχώρησαν δηλώνοντας πως δεν τους έχουν εντοπίσει. Εκείνος μπαινόβγαινε στη θάλασσα προσπαθώντας να βρει τον μικρό. Ισως μέσα του ήξερε τι είχε συμβεί αλλά αδυνατούσε να το πιστέψει.

Πέρα από τον γιο του, υπήρχαν άλλοι τρεις αγνοούμενοι και όταν ξημέρωσε μια ομάδα αποφάσισε να ξεκινήσουν με τα πόδια για να ζητήσουν βοήθεια. Ο Ναντέρ κατέθεσε αργότερα πως τους παρακάλεσε να παραμείνουν στο σημείο αλλά τελικά αποφάσισε να περπατήσει μαζί τους. Οδοιπορούσαν ήδη για ώρα, όταν στις 06.40 τους εντόπισε ένα περιπολικό όχημα του Λιμενικού ψηλά στο βουνό. Δεν υπήρχε μαζί μεταφραστής και εκείνος προσπαθούσε με χειρονομίες και κάποιες λίγες λέξεις που ήξερε στα αγγλικά να τους ζητήσει βοήθεια για το παιδί του που αγνοείτο, που ίσως ήταν ακόμα ζωντανό.

Οταν αργότερα στην ασφάλεια του λιμεναρχείου κάλεσαν μεταφραστή, θα μάθει πως το παιδί είναι στο νοσοκομείο. Τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους και ξεκινάει η προανάκριση. Αφού ολοκληρωθεί, θα του πουν όλη την αλήθεια: Πως στις 9 το πρωί μια βάρκα είχε εντοπίσει το νεκρό σώμα του παιδιού. Στο άκουσμα αυτό, ο Ναντέρ καταρρέει. Αργότερα θα μεταβεί στο νεκροτομείο για να αναγνωρίσει το παιδί και το βράδυ θα το περάσει στο κρατητήριο. Το επόμενο πρωί θα οδηγηθεί στον εισαγγελέα, πάλι με τη βοήθεια μεταφραστή απαντά από την αρχή σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά προς το τέλος βλέπει πως ο συμπατριώτης του κάπως κομπιάζει. Σαν να ψάχνει τα λόγια να του πει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Πως είναι κατηγορούμενος για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο. 

Το σκεπτικό πίσω από το κατηγορητήριο είναι πως πήρε το παιδί στη βάρκα βάζοντάς το σε κίνδυνο αλλά και πως εγκατέλειψε το σημείο. Η ποινή, εάν καταδικαστεί για τον θάνατο του παιδιού του, μπορεί να είναι έως και 10 χρόνια. «Μα πήγα να ζητήσω βοήθεια», ψέλλισε εκείνος σαστισμένος. Ο δικηγόρος του, Δημήτρης Χούλης, προσπαθούσε να τον καθησυχάσει. Του εξήγησε πως ήταν μια πρωτόγνωρη διαδικασία αλλά πως θα την αντιμετώπιζαν. Μπορεί η κατηγορία νομικά να ήταν ορθή, αλλά απλά δεν ευσταθούσε από τη στιγμή κατά την οποία είχε έρθει στην Ελλάδα για να αιτηθεί άσυλο. 

Ο Ναντέρ τον άκουγε αλλά συνεχώς επανερχόταν σε ένα αίτημα που είχε από το πρωί – να πάει μία ακόμη φορά στο νεκροτομείο. Δεν προβλεπόταν αλλά κανονίστηκε. Με χειροπέδες τον μετέφεραν στο κτίριο. Ο δικηγόρος και ο μεταφραστής περίμεναν απέξω. Οταν μισή ώρα αργότερα βγήκαν, ο Ναντέρ χωρίς χειροπέδες, ήταν υποβασταζόμενος από έναν λιμενικό και εκείνος εμφανώς συγκινημένος.

Στο δικαστήριο

Την επόμενη ημέρα στο δικαστήριο, απαντούσε στις ερωτήσεις της έδρας μονολεκτικά. Ο μεταφραστής κατάλαβε πως ήταν τρομαγμένος και κάποια στιγμή διέκοψε τη μετάφραση και προσπάθησε να τον συνεφέρει. «Πρέπει να βρεις το κουράγιο και να τους εξηγήσεις ακριβώς τι σου έχει συμβεί», του είπε. Εκείνος το έκανε αλλά με δυσκολία. Εκείνο το απόγευμα αποφασίστηκε ο Ναντέρ να αφεθεί ελεύθερος –στο camp– μέχρι τη δίκη του. Εμοιαζε ανακουφισμένος, το μόνο που τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να μπορέσει να πάει στην κηδεία του παιδιού του.

Πηγή: Καθημερινή

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required